Αναρωτηθήκατε ποτέ πότε έκαναν την εμφάνιση τους οι ιστορίες φαντασμάτων; Το σίγουρο είναι πως από τα αρχαία ακόμα χρόνια οι ιστορίες φαντασμάτων ήταν δημοφιλείς από την προφορική παράδοση αφού ο άνθρωπος είχε την ανάγκη να φοβάται κάτι…
Μια αρχαία “αξιόπιστη” πηγή που παρουσιάζει κάποια ιστορία με φάντασμα και γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ο Πλίνιος ο Νεώτερος, Ρωμαίος ποιητής, φιλόσοφος και πεζογράφος που έζησε το 61 μ.Χ. Εκείνος λοιπόν μας παραδίδει σε μια επιστολή του την παρακάτω ιστορία που αναφέρεται στο πρόσωπο του στωικού φιλόσοφου Αθηνόδωρου του Σάνδωνος που γεννήθηκε το 74 π.Χ :
“Στο παρελθόν υπήρχε ένα σπίτι στην Αθήνα, που είχε τη φήμη ότι ήταν στοιχειωμένο. Ο κόσμος υποστήριζε πως ακούγονταν από το εσωτερικό του τρομεροί θόρυβοι κατά τη διάρκεια της νύχτας… Ήχοι από μεταλλικές αλυσίδες που δυνάμωναν! Μιλούσαν επίσης και για την εμφάνιση μιας αξιοθρήνητης μορφής με δεσμά στα χέρια τα οποία κουνούσε με φοβερή μανία! Το σπίτι αυτό λοιπόν, λόγω της φήμης του απομονώθηκε και τοποθετήθηκε στο εξωτερικό του μια πινακίδα για ενοικιαστήριο. Εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Αθήνα ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος, που εξαιτίας της φτώχειας του αναγκάστηκε να νοικιάσει το σπίτι αυτό παρά τις φήμες που το συνόδευαν. Την πρώτη του νύχτα στο σπίτι και ενώ καθόταν και μελετούσε τις σημειώσεις του, συνάντησε το απειλητικό φάντασμα. Αρχικά ο ήχος της αλυσίδας του τρύπησε τα αφτιά αλλά δεν έδωσε σημασία. Όταν ο ήχος έγινε ακόμα πιο έντονος σήκωσε το κεφάλι και αντίκρισε το φάντασμα ενός γέρου άνδρα με μακριά γένια και μπλεγμένα αχτένιστα μαλλιά, ενώ στα χέρια και τα πόδια του υπήρχαν βαριά δεσμά. Έμοιαζε να του δείχνει κάτι με το δάχτυλο. Τότε ο Αθηνόδωρος σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Το φάντασμα τον οδήγησε στον κήπο,του έδειξε ένα σημείο στο χώμα και εξαφανίστηκε! Μόλις ξημέρωσε ο φιλόσοφος ζήτησε από κάποιους άνδρες να σκάψουν σε αυτό το σημείο. Λίγα μέτρα κάτω από τη γη βρέθηκε θαμμένος ένας σκελετός δεμένος με σκουριασμένες αλυσίδες!!! Στη συνέχεια έγινε η κατάλληλη ταφή και οι πρέπουσες τελετουργίες στο σπίτι για εξαγνισμό και από τότε οι ένοικοι του δεν ενοχλήθηκαν ποτέ…”