Φθινόπωρο του 2000. Ένα χρόνο μετά τη σαρωτική επιτυχία της ταινίας The Sixth Sense (Η Έκτη Αίσθηση), κυκλοφορεί στις αίθουσες το Unbreakable (Άφθαρτος), που κατάφερε να επαναπροσδιορίσει την έννοια του κόμικ-υπερήρωα και να ενισχύσει τη φήμη του M. Night Shyamalan ως ενός αξιόλογου κινηματογραφικού παραμυθά.
Φθινόπωρο του 2016. Δεκαέξι χρόνια, και πολλές μετριότητες, μετά, ο Shyamalan μας δίνει στο φινάλε του πολύ ενδιαφέροντος Split (Διχασμένος) ένα αναπάντεχο crossover και την υπόσχεση μιας τρίτης ταινίας που θα ολοκλήρωνε μια τριλογία την οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε καν ότι θέλαμε!
Έτσι, φτάσαμε στον Ιανουάριο του 2019 και στην κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου Glass που ολοκληρώνει, μετά από σχεδόν 20 χρόνια, την ιστορία του “άφθαρτου” David Dunn και της νέμεσής του, του ‘Mr. Glass‘, ο οποίος κινεί τα νήματα της ιστορίας και φέρνει αντιμέτωπο τον Dunn με τις πολλαπλές προσωπικότητες του “διχασμένου” Kevin Wendell Crumb. Μετά από ένα showdown στην αρχή της ταινίας, οι Αρχές τους πιάνουν και τους φυλακίζουν στο ίδιο ψυχιατρείο όπου βρίσκεται ο ιδιοφυής villain — κι αυτή είναι η αρχή του τέλους…
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Shyamalan είναι το πόσο φιλόδοξος και καπάτσος είναι: κατάφερε να κάνει δυο αντίπαλα στούντιο παραγωγής να συνεργαστούν για να γίνει αυτό το sequel. Δεν μπορείς, επίσης, να τον κατηγορήσεις ότι δεν έχει ιδιαίτερο σκηνοθετικό μάτι: τα πλάνα του και η χρήση των χρωμάτων στην ταινία είναι αριστουργηματικά.
Το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας είναι στο σενάριο, δυστυχώς. Είχε μια εξαιρετική κεντρική ιδέα (μια διαφορετική meta-ανάλυση του μύθου των υπερηρώων) και δυο προηγούμενες ταινίες άξιες λόγου, και, παρόλα αυτά, κατάφερε να μας δώσει μια χρυσή μετριότητα τιγκαρισμένη στο exposition που κάνει λιανά στον θεατή μέσω τον διαλόγων οποιονδήποτε συμβολισμό και αντιμετωπίζει μονοδιάστατα τους πρωταγωνιστές της, υποτιμώντας σκανδαλωδώς την περίπλοκη ψυχολογία τους. Όλα όσα έκαναν ξεχωριστά το Unbreakable και το Split, εδώ παραβλέπονται σκανδαλωδώς, κι ο δημιουργός ολοκληρώνει το ταξίδι των ταλαιπωρημένων ηρώων του βεβιασμένα και αδέξια.
Οι πρωτότυπες ιδέες και η στιβαρή κινηματογραφική αφήγηση των προηγούμενων ταινιών της τριλογίας, δίνουν τη θέση τους στην ατέρμονη φλυαρία και στα λογικά κενά. Ο Bruce Willis κυριολεκτικά σέρνεται, σε σημείο που ξεχνάς ότι είναι -υποτίθεται- ο πρωταγωνιστής. Ο Samuel L. Jackson είναι αξιοπρεπής στο ρόλο του κακού, αλλά καρικατουρίστικος (και πάλι κατηγορώ το ρηχό σενάριο που δεν εκμεταλλεύτηκε τα ατού του). Η Sara Paulson είναι κυρίως διακοσμητική — χρησιμεύει μόνο για να φέρει εις πέραν την μία εκ των πατροπαράδοτων ανατροπών του φινάλε.
Στον αντίποδα έχουμε τον James McAvoy και τους 24 χαρακτήρες που ερμηνεύει, κουβαλώντας όλη την ταινία επάνω του. Το να τον βλέπεις να εναλλάσσει τις προσωπικότητες (με διαφορετικές κινήσεις και προφορές η κάθε μία) είναι κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό, αλλά από ένα σημείο και μετά κούρασε και αυτός, γιατί ο σκηνοθέτης αναλώθηκε μόνο στον εντυπωσιασμό και δεν εξερεύνησε καθόλου τον χαρακτήρα.
Αντίστοιχα ‘ανύπαρκτοι’ ήταν και οι υποστηρικτικοί χαρακτήρες της ταινίας: ο γιος του Dunn, η μητέρα του Glass και η μάλλον-έχω-Σύνδρομο-της-Στοκχόλμης κοπελιά που είχε επιβιώσει των γεγονότων του Split. Υπάρχουν μόνο για να προσφέρουν (άφθονο και τσαπατσούλικο) exposition.
Με το φινάλε σαν εξέλιξη δεν είχα μεγάλο θέμα (τηρουμένων των αναλογιών). Μάλιστα, μια από τις ανατροπές ήταν όντως αναπάντεχη και τη βρήκα πολύ έξυπνη κιόλας, αλλά η επίγευση που μου άφησε η ταινία δεν πλησίασε ούτε καν λιγάκι τις προσδοκίες μου. Γενικά, περνάει σχετικά ευχάριστα το δίωρο στο σινεμά, αλλά ως μεγάλη φαν των δυο προηγούμενων δηλώνω απογοητευμένη από το κλείσιμο της τριλογίας. Δεν θα απέτρεπα κάποιον από το να τη δει (δεν είναι και ΤΟΣΟ χάλια), αλλά προειδοποιώ κάθε υποψήφιο θεατή να κρατά μικρό καλάθι…