Ο Μολώχ ήταν ο τραγόμορφος θεός της θυσίας. Το 1898, αιχμαλωτίστηκε από την οικογένεια Bishop, που ήταν οι ιδρυτές της πόλης Tomahawk στο Wisconsin. Φυλακισμένος στο κελάρι των Bishops, o Μολώχ ήταν τόσο διψασμένος για αίμα που προσφέρθηκε να χαρίσει στην οικογένεια πλούτη και ευημερία με αντάλλαγμα ετήσιες ανθρωποθυσίες. Με τον θάνατο του Barrett Bishop, Sr. το 1997, ο γιος του, ο Σερίφης Barrett Bishop, Jr. σταμάτησε να προσφέρει θυσίες στον Μολώχ, με την ελπίδα ότι θα πεθάνει από την πείνα.
20 χρόνια μετά, ο ετεροθαλής αδερφός του Barret ελευθερώνει τον Μολώχ, με την υπόσχεση ότι ο θεός θα τον βοηθήσει να γίνει πλούσιος και ευτυχισμένος, αν του προσφέρει θυσίες τακτικά. Οι Winchesters σκοτώνουν τον Μολώχ με το Colt (12×18).
Ο Μολώχ στην Παράδοση
‘Moloch’ (εναλλακτικά ‘Molech’, ‘Milcom’ ή ‘Malcam’) είναι η απόδοση στα αγγλικά ενός ονόματος που προέρχεται από το εβραϊκό/αραμαϊκό mōlek ή mélekh, με πρωτοσημιτική ρίζα *malk- που σήμαινε πρίγκιπας/βασιλιάς. Στην ελληνιστική κοινή αποδόθηκε με το αντιδάνειο ‘Μολώχ’. Πρόκειται για μια βιβλική θεότητα που η θρησκεία των Χαναναίων συνέδεε με την θυσία μικρών παιδιών.
Ο χαρακτηρισμός ‘Μολώχ’ έχει περάσει και στην καθομιλουμένη για να περιγράφει ένα άτομο ή μια κατάσταση που απαιτεί μια βαριά θυσία. Η μεταφορική χρήση του ονόματος του θεού πηγάζει από την λογοτεχνία (πχ. αναφέρθηκε στο πασίγνωστο βιβλίο Paradise Lost (1667) του John Milton, αλλά και στο πιο πρόσφατο Howl (1955) του Allen Ginsberg).