Για πρώτη φορά στην ιστορία του, το Supernatural Greece σας παρουσιάζει ένα επεισόδιο Supernatural!!! Το “βιβλίο” αυτό είναι Fan Made και δημιουργήθηκε από τις Fan της σελίδας μας, Χριστίνα και Ηρώ. Το επεισόδιο είναι καταπληκτικό και αξίζει να το διαβάσετε. Μπορείτε να το βρείτε όλο παρακάτω. Οφείλουμε να πούμε ένα ευχαριστώ στα κορίτσια που μας το εμπιστεύτηκαν και ένα τεράστιο μπράβο και στις 2 για την καλλιτεχνική τους φλέβα!!! Και εις ανώτερα! Αν έχετε κι εσείς κάτι παρόμοιο, μπορείτε να μας το στείλετε στο [email protected], ώστε να το διαβάσουμε και να το δημοσιεύσουμε! Τα παρακάτω ΔΕΝ είναι του Supernatural Greece, αλλά των συγγραφέων, Χριστίνας και Ηρώς :
Σημείωση: Το fanfic αυτό λαμβάνει χώρα μετά το επεισόδιο 4×07: It’s The Great Pumpkin, Sam Winchester και πριν το επεισόδιο 4×08: Wishful Thinking. Προσοχή για σπόιλερς!
Το πόσο γρήγορα περνάει η ώρα είναι σχετικό. Ένα δεκάλεπτο περιμένοντας το λεωφορείο μοιάζει μεγαλύτερο από ένα δεκάλεπτο παραπάνω ύπνου. Και το δεκάλεπτο που είχε περάσει ο Σαμ Γουίντσεστερ καθισμένος στην μαύρη Ιμπάλα του αδερφού του έμοιαζε αιώνας.
«Σε ένα τέταρτο θα έχω ξεμπερδέψει», είχε δηλώσει ο Ντιν με σιγουριά, στριφογυρίζοντας στην παλάμη του το Πάλο Σάντο.
«Ντιν, περίμενε, περίμενε. Πώς θα με ειδοποιήσεις αν κάτι στραβώσει;» Ο Σαμ δεν είχε θελήσει να προσβάλλει τον Ντιν, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν φάει τα μούτρα τους. Εξάλλου, σε αυτή την δουλειά, ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος. Τίποτα δεν ήταν όπως φαινόταν και πάντα ήταν ευπρόσδεκτο ένα δεύτερο άτομο να σου φυλάει τα νώτα.
«Έχε μου λίγη εμπιστοσύνη, Σάμμυ. Και, στην πορεία, κοίτα να μαθαίνεις κιόλας».
«Ντιν…» είχε επιμείνει ο Σαμ, κοιτάζοντας παρακαλετά τον αδερφό του για λίγο. Ο Ντιν αρχικά είχε προσπαθήσει να αποφύγει την οπτική επαφή -χωρίς επιτυχία- και τελικά είχε ενδώσει.
«Οκέι. Αν σε δεκαπέντε λεπτά δεν έχω βγει έξω πανηγυρίζοντας, έχεις την άδειά μου να μπουκάρεις μέσα και να την αποτελειώσεις εσύ. Ευχαριστημένος;»
«Πολύ», είχε πει ο Σαμ, χαμογελώντας με ανακούφιση.
Τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Σαμ ήταν υπομονή. Κρατούσε τα μάτια του καρφωμένα στην κατακόκκινη πόρτα, περιμένοντας να δει τον Ντιν να βγαίνει έξω με το τρομαχτικό και αποφασιστικό ύφος που έχει όταν κυνηγάει. Να τον δει να βγαίνει έξω, σώος και αβλαβής.
Όσο περνούσε η ώρα, η αγωνία του Σαμ μεγάλωνε. Στην αρχή ήταν ήσυχος ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Εξάλλου, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ντιν κυνηγούσε κάτι μόνος. Όμως έπρεπε να είχε ήδη τελειώσει. Από το μυαλό του περνούσαν όλα τα πιθανά και απίθανα σενάρια όπου κάποια λεπτομέρεια πήγαινε στραβά και ο αδερφός του κατέληγε νεκρός.
Άλλο ένα λεπτό πέρασε. Ίσως ήταν δεκαπέντε από την στιγμή που είχε περάσει η δαιμόνισσα την πόρτα, ίσως ήταν δεκατρία. Το θέμα ήταν ότι ο Ντιν δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Ο Σαμ ένιωσε ότι ήταν ώρα να φανεί χρήσιμος. Άνοιξε την πόρτα της Ιμπάλα χωρίς να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την πόρτα, πήρε το όπλο του και, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για τα χειρότερα, όρμησε προς την είσοδο του σπιτιού.
Κεφάλαιο 1
«The walls start shaking, the earth was quaking…»
Το μόνο που ήθελε ο Ντιν Γουίντσεστερ εκείνη την στιγμή ήταν να δυναμώσει την ένταση του ραδιόφωνου και να απολαύσει το ρεφραίν του τραγουδιού των AC/DC στη διαπασών καθώς οδηγούσε την μαύρη Σεβρολέ Ιμπάλα του, αλλά ο μικρότερος αδερφός Γουίντσεστερ κοιμόταν στην θέση του συνοδηγού. Η αλήθεια ήταν ότι ο Ντιν πολλές φορές είχε ξυπνήσει τον Σαμ βίαια με κάποιο τραγούδι των Metallica ή του Τεντ Νιούτζεντ, αλλά αυτή την φορά δεν ήθελε να τον ενοχλήσει. Ο Σαμ πρέπει να ήταν πραγματικά κουρασμένος. Υπό άλλες συνθήκες, ποτέ δεν θα κοιμόταν στο ίδιο αυτοκίνητο με τον Ντιν, μετά από τόσες φάρσες που είχαν παιχτεί εις βάρος του. Ο Σαμ είχε περάσει όλο του το βράδυ πάνω από το λάπτοπ, αναζητώντας στοιχεία που πρόδιδαν την παρουσία δαίμονα στο Μοντγκόμερι. Και μετά από όλο το ψάξιμο, οι αδερφοί Γουίντσεστερ βρίσκονταν καθοδόν για την πρωτεύουσα της Αλαμπάμα.
«Ντιν…;» μουρμούρισε ο Σαμ καθώς ξυπνούσε. «Ντιν;» είπε για δεύτερη φορά, πιο δυνατά. Η φωνή του ήταν βραχνή από τον ύπνο. Έβηξε λίγο για να καθαρίσει τον λαιμό του. «Πόση ώρα κοιμάμαι;» Ανακάθισε στην θέση του συνοδηγού και ένας πόνος διέτρεξε την σπονδυλική του στήλη. «Ωχ, πιάστηκα. Ο ώμος μου».
«Έχουμε δρόμο ακόμα, Σάμμυ, κοιμήσου ξανά». Ο Ντιν βασικά δεν θα έλεγε όχι στην παρέα του Σαμ για την υπόλοιπη διαδρομή αλλά ο αδερφός του χρειαζόταν έναν γερό υπνάκο για να ανακτήσει τις δυνάμεις του.
«Που είμαστε;» ρώτησε ο Σαμ, κοιτάζοντας από το παράθυρο.
«Τζάκσον, Μισισσίπι».
«Τζάκσον!» επανέλαβε ο Σαμ. «Πρέπει να έχουμε τέσσερις ώρες ακόμα». Αναστέναξε και τεντώθηκε όσο του επέτρεπε η οροφή του αυτοκινήτου. «Μπα, θα μας φτάσω εκεί σε τρεις», έκανε ο Ντιν όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
Ο Σαμ γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τον αδερφό του. «Με πόσα χιλιόμετρα πας;» ρώτησε έκπληκτος, σκύβοντας λίγο πάνω από το ταμπλό. «Καλά, έχεις σαλτάρει;»
«Όχου, Σαμ, ξανακοιμήσου» είπε ο Ντιν βαριεστημένα. «Έχει ένα σάντουιτς στο πίσω κάθισμα, θα σου έλεγα να μπουκωθείς με αυτό για να μην μιλάς, αλλά θα γεμίσεις τον κόσμο ψίχουλα».
Ο Σαμ άνοιξε το στόμα του για να σχολιάσει το πόσο υπερβολική ήταν η αφοσίωση του Ντιν σε ένα άβιο όν, αλλά ο Ντιν δεν θα παραδεχόταν ποτέ ότι είναι χαζό να μιλάς σε ένα αυτοκίνητο. Αυτή η αγάπη του για την Ιμπάλα ήταν κομμάτι της προσωπικότητας του και ευτυχώς και για τους δυο τους, ο Σαμ είχε πάρει απόφαση ότι ούτε ο Μπρους Λι δεν θα μπορούσε να μπει ανάμεσα στον Ντιν και το «μωρό» του. Είχαν κάνει την ίδια συζήτηση πάρα πολλές φορές, οπότε ο Σαμ περιορίστηκε στο να τρίψει τον ώμο που τον πονούσε.
«Δεν κοιμήθηκες καλά, ε;», ρώτησε ο Ντιν. Άλλος ένας λόγος που ο Σαμ ποτέ δεν θα κοιμόταν στο αυτοκίνητο, εκτός κι αν ήταν πραγματικά πολύ κουρασμένος: είναι άβολο.
«Εσύ τι λες;» Ο Σαμ απάντησε απότομα, δείχνοντας στον Ντιν πόσο ηλίθια θεωρούσε την ερώτηση που είχε κάνει.
Ο Ντιν δεν απάντησε, μόνο στράβωσε το στόμα του στο πλάι και ανασήκωσε τους ώμους του. «Μίλησα με τον Μπόμπι», είπε για να αλλάξει θέμα.
«Αχα. Τι είπε;»
«Ότι έχει μια γνωστή στην περιοχή στης οποίας το σπίτι μπορούμε να μείνουμε».
«Μια γνωστή;» έκανε ο Σαμ σηκώνοντας τα φρύδια του.
«Ναι, κ εγώ το ίδιο αναρωτήθηκα, Σάμμυ. Μου είπε ότι δεν παίχτηκε τίποτα μεταξύ τους, αλλά εγώ λέω να την δούμε πρώτα και να αποφασίσουμε μετά αν τον πιστεύουμε», είπε ο Ντιν χαμογελώντας σαν μικρό παιδί που ετοιμαζόταν να κάνει κάποια σκανταλιά.
Ο Σαμ χαμογέλασε συμφωνώντας. «Μάλιστα. Ξέρεις πώς να το βρεις το σπίτι, σου είπε;»
«Ναι, με διαφώτισε».
«Ωραία», έκανε ο Σαμ και χασμουρήθηκε ξανά. «Ένας μπελάς λιγότερος».
Το σπίτι της κυρίας ΜακΚόι ήταν σύμφωνα με τον Ντιν «στου διαόλου την μάνα» και αφού τα αγόρια τηλεφώνησαν στον Μπόμπυ τουλάχιστον τρεις φορές, ο Σαμ εκνευρίστηκε και χρησιμοποίησε την εφαρμογή «Πλοηγός» του κινητού του. Παρόλο που δυσκολεύτηκαν να το βρουν, κανένας τους δεν αμφισβήτησε το ότι το σπιτάκι έβαζε κάτω κάθε αισχρό μοτέλ που είχαν συναντήσει. Άσπροι τοίχοι, μαύρη σκεπή και μια κατακόκκινη πόρτα. Τα στρογγυλά παράθυρα της σοφίτας είχαν τοποθετηθεί συμμετρικά και έμοιαζαν με ένα ζευγάρι αστεία μάτια. Στο μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου, που σίγουρα είχε θέα τον ποταμό Αλαμπάμα, βρισκόταν μια παλιά κουνιστή καρέκλα. Γύρω από το σπίτι είχαν φυτευτεί μερικά δέντρα με αραιό φύλλωμα και λεπτούς κορμούς που λύγιζαν στον άνεμο. Στα αγόρια θύμισε λίγο το σπίτι που πάντα ήθελαν να αποκτήσουν για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Ο Ντιν πάρκαρε την Ιμπάλα λίγα μέτρα από την είσοδο και έσβησε την μηχανή.
«Επιτέλους, δεν θα άντεχα να ακούσω για εκατοστή φορά το Back in Black», έκανε ο Σαμ ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου. Τα αυτιά του βούιζαν. Κατά την διάρκεια της διαδρομής είχε αναγκαστεί να ακούσει αρκετές φορές την κασέτα των AC/DC. Και τον Ντιν να τραγουδάει από πάνω. Διόρθωση: να γκαρίζει με την αγριοφωνάρα του από πάνω.
«Αφού τα σπάει!», έκανε ο Ντιν σχηματίζοντας με το χέρι του το σήμα της ροκ και κουνώντας το στον αέρα.
Ο Σαμ πήγε να απαντήσει ότι μετά την δωδέκατη συνεχόμενη φορά το τραγούδι σταματάει να «τα σπάει» και γίνεται απλά βαρετό, αλλά το πράγμα θα εξελισσόταν σε μια χωρίς νόημα συζήτηση, οπότε απλά βγήκε από το αυτοκίνητο και τεντώθηκε. Κοίταξε γύρω. Ουάου, αυτό το μέρος ήταν απίστευτο. Μπορούσε να ακούσει το ποτάμι να κυλά, παρόλο που δεν το έβλεπε. Ο ήχος του νερού τον ηρεμούσε. Παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή, προσπάθησε να απορροφήσει όση πιο πολλή γαλήνη και ηρεμία μπορούσε από το περιβάλλον.
Ο Ντιν κατέβηκε από την Ιμπάλα λίγο πιο απρόθυμα. Στηρίχτηκε στο καπό του «μωρού» του και απόλαυσε και εκείνος με την σειρά του το τοπίο.
«Sweet home Alabama», μουρμούρισε ο Ντιν φέρνοντας στο μυαλό του το τραγούδι των Lynyrd Skynyrd. «Εδώ είμαστε, Σάμμυ. Τώρα απλά πρέπει…»
«…να εξορκίσουμε έναν δαίμονα. Ναι.» συμπλήρωσε την φράση του ο Σαμ.
Κοιτάχτηκαν και πήραν μια βαθιά ανάσα ταυτόχρονα.
«Για να δούμε το παλιό φλέρτ του Μπόμπυ», είπε ο Ντιν χαζογελώντας και προχώρησε προς την κατακόκκινη πόρτα. «Έλα, Σαμ, πάρε τα πόδια σου», φώναξε πάνω από τον ώμο του, αν και δεν ήταν απαραίτητο, καθώς ο Σαμ ήδη τον ακολουθούσε.
Ο Ντιν περίμενε τον Σαμ να ανέβει τα σκαλιά της εισόδου, πάτησε το στρογγυλό μικρό κουδούνι και ετοιμάστηκε να πει το κλασσικό «ο Μπόμπι Σίνγκερ μας στέλνει».
Η πόρτα μισάνοιξε και ένα γουρλωμένο μάτι τους εξέτασε με περιέργεια.
«Εμ, καλησπέρα» είπε ο Ντιν αμήχανα. «Ο Μπόμπυ Σίγκερ μας στε–»
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του, η πόρτα είχε κλείσει στα μούτρα του. Κοίταξε τον Σαμ στραβώνοντας το στόμα του στο πλάι, ενώ από μέσα ακούγονταν διάφοροι θόρυβοι, από αυτούς που κάνουν οι πόρτες για να κλειδώσουν ή να ξεκλειδώσουν.
«Α, σας περίμενα! Περάστε μέσα», είπε η κυρία ΜακΚόι ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα. Ήταν μια κοντή κυρία, γύρω στα εξήντα, με κοντό σγουρό καστανό μαλλί. Φορούσε ένα γιαγιαδίστικο φόρεμα με λουλούδια και έδειχνε πολύ ενθουσιασμένη και χαρούμενη.
«Εσύ μάλλον είσαι ο Σαμ», είπε δίνοντας το χέρι της στον μικρότερο Γουίντσεστερ. «Ο Μπόμπυ μου είπε ότι είσαι ο ψηλότερος», συνέχισε. Ο Ντιν έκανε υπεράνθρωπη προσπάθεια να μην στριφογυρίσει ειρωνικά τα μάτια του. «Και εσύ είσαι ο Ντικ», πρόσθεσε η κυρία ΜακΚόι. Ο Σαμ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι.
«Εμ, για την ακρίβεια, είναι Ντιν», διόρθωσε ο Ντιν ρίχνοντας ταυτόχρονα ένα εκνευρισμένο βλέμμα στον Σαμ, που διασκέδαζε με την όλη κατάσταση.
«Ελάτε μέσα όμως, σας έχω φτιάξει τηγανίτες». Η κυρία ΜακΚόι μπήκε στο σπίτι χωρίς να δώσει σημασία στην διόρθωση του Ντιν. Ο Σαμ πέρασε πρώτος μέσα.
«Έλα, Ντικ, μην ντρέπεσαι», φώναξε δυνατά στον αδερφό του προσπαθώντας να μην γελάσει.
«Σάμμυ, θα σε σκοτώσω» μουρμούρισε ο Ντιν και έριξε μια γερή σφαλιάρα στο σβέρκο του Σαμ. Ο Σαμ συνέχισε να γελάει σιγανά.
Η κουζίνα της κυρίας ΜακΚόι ήταν μικρή και ζεστή και οι αποχρώσεις του πορτοκαλί και το σκούρο καφέ του ξύλου την έκαναν να μοιάζει ακόμα πιο ζεστή και χουχουλιάρικη. Επικρατούσε μια μυρωδιά από κανέλλα που σου άνοιγε την όρεξη. Πάνω στο μεγάλο τραπέζι που βρισκόταν στη μέση υπήρχε ένα μεγάλο πιάτο με φρέσκιες τηγανίτες. Οι κουρτίνες των παραθύρων ήταν τραβηγμένες, αφήνοντας μπόλικο φως να μπαίνει.
«Πρέπει να πεινάτε μετά από τόσες ώρες δρόμο, ε;» ρώτησε η κυρία ΜακΚόι και άνοιξε ένα από τα ντουλάπια που κρέμονταν στον τοίχο. Έβγαλε δύο πιάτα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι.
«Δεν λέτε τίποτα!» Ο Ντιν δεν κρατιόταν. Βολεύτηκε σε μια από τις καρέκλες και φόρτωσε το πιάτο του με τηγανίτες.
«Σαμ, κάθισε κι εσύ, αγόρι μου», είπε η κυρία ΜακΚόι πρόσχαρα.
«Ευχαριστούμε πολύ», απάντησε ο Σαμ και κάθισε δίπλα στον Ντιν. «Πείτε μας, κυρία ΜακΚόι, εσείς που ξέρετε την περιοχή–»
«Τι είναι αυτό; Ξου!» Ο Σαμ γύρισε για να δει τον αδερφό του να κοιτάζει επίμονα κάτω από το τραπέζι και να κουνάει το πόδι του νευριασμένα.
«Α, μην ανησυχείτε, η Σίσσυ είναι πολύ χαδιάρα», έσπευσε να ενημερώσει η κυρία ΜακΚόι.
Ο Σαμ έσκυψε λίγο και κοίταξε κάτω από το τραπέζι. Η πιο πορτοκαλί γάτα που είχε δει ποτέ στην ζωή του είχε τεντώσει τα αυτιά της προς τα πίσω τόσο πολύ που έμοιαζαν κολλημένα στο κεφάλι της και νιαούριζε επιθετικά στο παπούτσι του Ντιν.
«Ναι, το βλέπουμε», έκανε ο Ντιν. «Ξου!»
Το γατί υποχώρησε με ένα άλμα προς τα πίσω και με ένα δεύτερο άλμα κάθισε στην αγκαλιά της κυρίας ΜακΚόι.
«Δεν είναι αξιαγάπητη;» είπε η κυρία ΜακΚόι τρίβοντας το κεφάλι της γάτας.
«Ναι, πάρα πολύ» απάντησε ο Ντιν όλο ειρωνεία, αλλά την επόμενη στιγμή έφαγε μια γερή κλωτσιά στο καλάμι από τον Σαμ. Η κυρία ΜακΚόι δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να χαϊδεύει την Σίσσυ που κοίταζε τον Ντιν με μισόκλειστα μάτια. Ο Ντιν δεν μπόρεσε να μην σκεφτεί την σκηνή από την ταινία του Τζέιμς Μποντ όπου ο Μπλόφελντ χαϊδεύει εκείνο το άσπρο γατί. Αρκετά είχε τρομάξει μερικές εβδομάδες πριν, στο Κολοράντο, με εκείνη την γάτα που είχε πεταχτεί από το ντουλάπι του εγκαταλελειμμένου μύλου.
Ο Σαμ ξαναέπιασε την προηγούμενη ερώτηση για να την ολοκληρώσει. «Εσείς που μένετε εδώ, υποπτεύεστε κάποιον; Έχετε παρατηρήσει καμία… περίεργη δραστηριότητα;»
Η κυρία ΜακΚόι μπορεί να μην ήταν κυνηγός, αλλά ήξερε πολλά για τα πράγματα που κυνηγούσαν. Όλοι οι γνωστοί του Μπόμπυ γνώριζαν για την σφαίρα του υπερφυσικού. Η κυρία ΜακΚόι έμενε έξω από το πεδίο της μάχης –αυτό ήταν προφανές– αλλά ο Μπόμπυ είχε πει να μην διστάσουν να της δείξουν τα χαρτιά τους. Επιπλέον, δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να μάθουν τα κατατόπια από το να ρωτήσουν έναν ντόπιο.
«Ξέρετε, κάποιος που να μετακόμισε εδώ πρόσφατα… ή που φέρεται περίεργα», είπε ο Ντιν. «Κάποιος που μέχρι χθες ήταν καλός και τώρα έχει γίνει κάθαρμα;»
Ο Σαμ κοίταξε τον Ντιν επικριτικά, μην μπορώντας να πιστέψει ότι είχε μόλις χρησιμοποιήσει μια τέτοια έκφραση μπροστά στην κυρία ΜακΚόι. Ο Ντιν ανασήκωσε τους ώμους του, αδιαφορώντας.
«Ή να αναρρώνει από κάποιο τραύμα», πρόσθεσε ο Σαμ, παίρνοντας αργά το βλέμμα του από τον Ντιν. Οι συναισθηματικά κατεστραμμένοι άνθρωποι ήταν εύκολοι στόχοι για τους δαίμονες.
«Δεν μου έρχεται κάτι», απάντησε η κυρία ΜακΚόι κουνώντας δεξιά-αριστερά το κεφάλι της. Μια απογοητευτική παύση πλανήθηκε στον χώρο. «Αν και, τώρα που το σκέφτομαι, μια κοπέλα μετακόμισε εδώ πριν λίγο καιρό…»
«Ναι;» έκαναν ο Σαμ και ο Ντιν ταυτόχρονα, γέρνοντας μπροστά με ανυπομονησία. Στα μυαλά και των δύο άστραφταν οι ημερομηνίες που συνέβησαν τα περιστατικά που τους είχαν κινήσει την προσοχή.
«Αλλά αποκλείεται να είναι αυτό που ψάχνετε. Είναι από το Φοίνιξ και δουλεύει σε ένα μπαρ εδώ κοντά. Έρχεται και βγάζει βόλτα την Σίσσυ καμιά φορά. Φαίνεται πολύ καλή κοπέλα».
«Αυτό δεν είναι και πολύ ισχυρό άλλοθι», έκανε ο Ντιν σηκώνοντας τα φρύδια του, σχεδόν σίγουρος ότι βρήκαν το άτομο που έψαχναν. Σχεδόν πάντα ο ένοχος ήταν αυτός που ήταν πέραν πάσης υποψίας. «Τα φαινόμενα απατούν, κυρία ΜακΚόι».
«Ντικ, καλέ μου, το ξέρω, αλλά και εσύ μου φαίνεται πως βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα».
«Με λένε Ντιν», έκανε ο Ντιν παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Ν-Τ-Ι-Ν», συλλάβισε, τονίζοντας το τελευταίο «Ν». Ο Σαμ, δίπλα του, είχε κρύψει το στόμα του με το δεξί του χέρι και τρανταζόταν ολόκληρος από το σιγανό του γέλιο.
«Θέλετε να σας δείξω το δωμάτιό σας;» Η κυρία ΜακΚόι σηκώθηκε όρθια και άφησε την γάτα στο πάτωμα. Ο Ντιν λίγο ήθελε ακόμα και θα πίστευε ότι τον φώναζε «Ντικ» επίτηδες.
«Ναι, γιατί όχι;», είπε ο Σαμ και σηκώθηκε και εκείνος όρθιος. «Έλα, Ντικ», είπε και γέλασε, μπλοκάροντας ταυτόχρονα την εισερχόμενη σφαλιάρα του Ντιν.
«Θα σου την χρωστάω», μουρμούρισε ο Ντιν.
Η πομπή αποτελούμενη από την κυρία ΜακΚόι, τον Σαμ, τον Ντιν και το γατί άρχισε να ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα του σπιτιού για να φτάσει στην σοφίτα. Δεν ήταν μεγάλη και η κλίση του ταβανιού έτρωγε ακόμα πιο πολύ χώρο, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ξενώνας για δύο άτομα άνετα. Ένας φωταγωγός με τρία τζάμια άφηνε την αντηλιά να μπαίνει μέσα και να χτυπά στο πάτωμα. Η κυρία ΜακΚόι είχε φροντίσει να τους ανοίξει δύο ράντσα, το ένα κολλημένο στον ένα τοίχο και το άλλο στον απέναντι, και να τους στρώσει καθαρά σεντόνια πριν έρθουν. Ανάμεσα στα κρεβάτια, από την μεριά του κεφαλαριού, υπήρχε ένα καλοδιατηρημένο γραφείο χωρίς καθόλου σκόνη και μια καρέκλα με μαξιλάρι. Ένα μικρό πορτατίφ στεκόταν πάνω στο γραφείο. Στη μία γωνία που έμενε ελεύθερη βρισκόταν μια κουνιστή καρέκλα, ίδια με εκείνη στο μπαλκόνι.
«Θα σας αφήσω να βολευτείτε τώρα. Έλα, Σίσσυ». Η κυρία ΜακΚόι σήκωσε την γάτα και κατέβηκε την σκάλα.
«Ευχαριστούμε πολύ» φώναξε ο Σαμ από την κορυφή της σκάλας.
«Μην το συζητάς» ακούστηκε η φωνή της οικοδέσποινάς τους από κάτω.
Τα αγόρια άρχισαν να επιθεωρούν το δωμάτιο.
«Αυτό δείχνει πολύ άνετο, Σάμμυ», είπε ο Ντιν και έκατσε στην κουνιστή καρέκλα.
Ο Σαμ έπιασε το ξέμπαρκο φις του το πορτατίφ. «Ελπίζω να έχει πρίζα κάπου για αυτό… Ναι, να ‘τη». Τράβηξε λίγο το γραφείο για να το ξεκολλήσει από τον τοίχο και γλίστρησε το χέρι του από πίσω. «Ωραία», είπε και πάτησε τον διακόπτη για να τσεκάρει ότι όντως άναβε το φως. Ο Ντιν έκανε γροθιά το χέρι του και σήκωσε τον αντίχειρά του δείχνοντας ότι συμφωνούσε.
Ο Σαμ έσβησε το φωτάκι και κάθισε στο ένα από τα δύο ράντσα. «Με την υπόθεση τι θα κάνουμε; Από πού ξεκινάμε;»
«Αύριο το πρωί θα πάμε εκεί που σκοτώθηκε εκείνος ο τύπος. Αν έχει βάλει το χεράκι του κάποιος δαίμονας, όλο και κάποιο στοιχείο θα έχει αφήσει. Όχι σήμερα όμως. Αύριο το πρωί».
Ο Σαμ ένευσε πως συμφωνούσε. Ένας από τους κανόνες του μπαμπά: ποτέ μην πηγαίνεις για κυνήγι βράδυ. Για να μείνει το κεφάλι σου στην θέση του, πρώτα πήγαινε μέρα. Ερεύνησε το περιβάλλον, μάθε τα κατατόπια –όσο μπορείς– και μετά κάνε μια επίσκεψη και το βράδυ. Α, και μην ξεχνάς: ποτέ μόνος. Και να είσαι έτοιμος για όλα.
«Οκέι. Εμ, πάω να φέρω το λάπτοπ από το αυτοκίνητο».
«Πού πας χωρίς τα κλειδιά;»
Κεφάλαιο 2
«Πράκτορες FBI Έλιοτ και Κόλεν.»
«Όπως οι Def Leppard!»
«Ναι, τι μικρός κόσμος.»
«Περάστε, παρακαλώ.»
Ο Σαμ ήταν ευγνώμων που ο Ντιν είχε βγάλει αυτές τις πλαστές ταυτότητες που τους έδιναν πρόσβαση στην σκηνή του εγκλήματος, αλλά ευχόταν να μην τον είχε αφήσει να διαλέξει αυτός τα ονόματα. Χαμογέλασε αμήχανα στον αστυνομικό/οπαδό των Def Leppard που τους κρατούσε ψηλά την κίτρινη ταινία με την ένδειξη «DO NOT CROSS» και έσκυψε για να περάσει στην περιορισμένη από την αστυνομία ζώνη.
Το άλσος απείχε με το αυτοκίνητο γύρω στο ένα τέταρτο από το σπίτι της κυρίας ΜακΚόι και τώρα πια ήταν κλειστό στο κοινό. Μέχρι πρότινος, αποτελούσε ατραξιόν. Πρόσφερε πολλές δραστηριότητες στους επισκέπτες όλων των ηλικιών, είχε λιμνούλες με γέφυρες και παπάκια, γήπεδα ποδοσφαίρου και μπάσκετ, μέρη για πικ-νίκ, και γενικά όλα αυτά που διασκεδάζουν τους ανθρώπους που ζουν στην πόλη αλλά αγαπούν την εξοχή. Βέβαια, τώρα, ένας άνθρωπος είχε χάσει την ζωή του εκεί πέρα.
Ο Ντιν υπολόγιζε ότι θα είχαν φύγει οι περισσότεροι αστυνομικοί μέχρι εκείνη την ώρα, αλλά τώρα, εκτός από αστυνομικούς, είχαν μαζευτεί και άνθρωποι του τύπου. Φλας άστραφταν παντού και ένα σωρό κάμερες περιόριζαν το οπτικό πεδίο. Η σκηνή του θύμιζε πολύ εκείνα τα αστυνομικά χαζοσίριαλ που παρακολουθούσε ο Σαμ.
Ο αστυνομικός που τους είχε μιλήσει πριν από λίγο, πλησίασε τον Ντιν. «Και από πότε το FBI ενδιαφέρεται για μια αυτοκτονία;»
Ο Σαμ μέσα του ήταν ανακουφισμένος που δεν έκαναν την ερώτηση σε αυτόν. Κοίταξε τον Ντιν ελπίζοντας ο αδερφός του να είχε την κατάλληλη απάντηση. Ο Ντιν δίστασε λίγο ψάχνοντας μια δικαιολογία αλλά τελικά το βλέμμα του άστραψε καθώς είχε σκεφτεί κάτι καλύτερο. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου πω», απάντησε. «Θα χρειαστώ μερικά λεπτά με τον συνεργάτη μου», συμπλήρωσε.
«Ω. Εντάξει». Ο αστυνομικός απομακρύνθηκε καθώς ο Ντιν τον κοίταζε με το ύφος του ανώτερου στελέχους.
«Μπράβο του, αναγνωρίζει την εξουσία», έκανε επιδοκιμαστικά με αυτάρεσκο ύφος. Κοίταξε ξανά τριγύρω, προσπαθώντας να δει κάποια σύνδεση ανάμεσα στο γεγονός και στον δαίμονα. Τζίφος. «Σαμ, σίγουρα είναι… του πεδίου μας αυτό;»
«Τι εννοείς;»
«Θα μπορούσε να είναι… απλά μια αυτοκτονία…» Η κατάφαση του Ντιν κατέληξε σε ερώτηση.
«Είδες τα σημάδια, Ντιν. Υπάρχει σίγουρα δαίμονας εδώ και συνδέεται και με την αυτοκτονία, είμαι σίγουρος».
«Α, ναι; Με ποιο τρόπο;»
Ο Σαμ δεν μίλησε. Ξανασκέφτηκε τι ήξεραν για τον νεκρό. Τον έλεγαν Μάικλ Σέγκερ… Είχε έναν μικρότερο αδερφό, ήταν γιος πάστορα… Τι άλλο; Δεν δούλευε… Αυτά. Τελεία. Ήταν αλήθεια ότι όλο αυτό έμοιζε με αυτοκτονία, αλλά ο Σαμ πίστευε ότι σχετιζόταν με τον δαίμονα. Είχε προτείνει μάλιστα να πάνε κατευθείαν να κάνουν ερωτήσεις σε πατέρα και αδερφό, αλλά ο Ντιν επέμενε να επισκεφθούν τον τόπο του εγκλήματος για να βρουν κάτι που να το συνδέει με τον δαίμονα πιο χειροπιαστό από την διαίσθηση του Σαμ.
Ο Σαμ κοίταξε τα παπούτσια του και κουνήθηκε νευρικά προσπαθώντας να σκεφτεί. Είχε ένα αδύναμο επιχείρημα, και ο Ντιν δεν είχε κανένα. «Σαμ, ξεκόλλα. Και γύρνα από την άλλη μεριά, δεν είσαι σταρ της τηλεόρασης, δεν χρειάζεται να σε παίρνουν οι κάμερες». Ο Ντιν τον έπιασε μαλακά από τους ώμους και τον γύρισε 180 μοίρες. Ο Σαμ όμως δεν τον άκουγε άλλο, παρατηρούσε κάτι στα πόδια του. Ανάμεσα στις πλάκες που πατούσε, μέσα στις ακανόνιστες ρωγμές που τις χώριζαν, μπορούσε να δει κάτι πολύ οικείο. Είχε χαρακτηριστικό χρώμα και μυρωδιά και το είχε συναντήσει τόσες φορές που ήταν αδύνατον να μην το αναγνωρίσει. «Ντιν», ψιθύρισε. «Ντιν, το βρήκα». Έσκυψε για να δει καλύτερα και ο Ντιν τον μιμήθηκε.
«Τι; Πού;» Ο Ντιν ακολούθησε το βλέμμα του Σαμ και αμέσως κατάλαβε. Δεν χρειαζόταν παραπάνω στοιχεία. Κάποιος μπάσταρδος δαίμονας είχε ανακατευτεί. Ο Ντιν βλαστήμησε σιγανά.
«Θειάφι», έκαναν ταυτόχρονα.
Μι, ντο. Και μετά απόλυτη ησυχία.
Ο Ντιν κουνιόταν πάνω κάτω ανυπόμονα και επεξεργαζόταν τον εαυτό του στο τζάμι της εξώπορτας του αιδεσιμότατου Κρίστοφερ Σέγκελ. Αυτό το κουστούμι ήταν απαίσιο. Πάντα του θύμιζε εκείνο το παλιό γκρουπ, τους Blues Brothers. Επιπλέον, ο Σαμ κάποτε είχε σχολιάσει το σακάκι παρομοιάζοντας τον Ντιν με ένα λυκειόπαιδο σε χορό αποφόιτησης και η αντιπάθεια του Ντιν για αυτά τα ρούχα είχε μεγαλώσει κι άλλο.
«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»
Ένας άντρας στεκόταν πίσω από την ανοιχτή πόρτα και αν και η ερώτηση ήταν πολύ ευγενική, την είχε προφέρει σαν να ρωτούσε «Τι θέλετε από την ζωή μου;» Τα αγόρια βλέποντας τα ράσα που φορούσε κατάλαβαν ότι ήταν ο πατέρας του άτυχου αγοριού. Ο Ντιν πήγε ενστικτωδώς να ρωτήσει τον αιδεσιμότατο Κρίστοφερ τι κάνει, αλλά κατάπιε την ερώτηση τελευταία στιγμη. Παρόλη την χάλια ψυχολογική κατάσταση του Κρίστοφερ όμως, τα αγόρια έπρεπε να του κάνουν ερωτήσεις σχετικά με τον γιο του για να μην υπάρξουν και άλλα θύματα.
«Θα θέλαμε, εμ, να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις», είπε ο Σαμ επίσημα, βγάζοντας με επαγγελματισμό την ψεύτικη ταυτότητά του από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του.
«Πάλι;»
«Ναι, ξέρουμε ότι ήρθαν και πριν άλλοι συνεργάτες μας, αλλά πρέπει να επιβεβαιώσουμε τις πληροφορίες». Σχέδιο Α. Συνεχίζουμε να το παίζουμε εξουσιοδοτημένοι πράκτορες.
«Δεν έχω τίποτα άλλο να πω. Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό το θέμα».
«Μήπως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με τον αδερφό του Μάικλ;» Σχέδιο Β. Ψάχνουμε για άλλους συγγενείς.
Ο Κρίστοφερ παραξενεύτηκε. «Ο γιος μου δεν είναι εδώ. Λείπει στην Ευρώπη εδώ και δύο χρόνια».
Και κάπου εδώ τελειώναν οι εναλλακτικές. Ο Σαμ επέμεινε. «Σας παρακαλούμε, είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε για ποιο λόγο θα έκανε κάτι τέτοιο».
«Το έχω πει χίλιες φορές. Δεν θα έκανε ποτέ κακό στον εαυτό του. Καλή σας μέρα». Ο αιδεσιμότατος ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα, αλλά ο Ντιν την έπιασε με το χέρι του και την σταμάτησε, έτοιμος να περάσει στο σχέδιο Γ.
«Άρα πιστεύετε ότι κάποιος άλλος ευθύνεται. Υπάρχει κάποιος που να ήθελε να πάρει εκδίκηση από τον γιο σας;»
Ο Κρίστοφερ χλώμιασε. Τους έκανε ένα αδέξιο νόημα να περάσουν μέσα και αφού μπήκαν, έκλεισε την πόρτα.
«Δεν είχα καμία πρόθεση να ανακατευτώ με όλα αυτά», ξεκίνησε να λέει. «Είστε κυνηγοί, έτσι;» Ο Σαμ και ο Ντιν κοιτάχτηκαν, μην μπορώντας να αποφασίσουν αν θα συνέχιζαν να λένε ψέματα. «Καλά το φαντάστηκα», συνέχισε ο πάστορας. Τα αδέρφια περίμεναν να δουν πού ήθελε να καταλήξει.
«Είχα συναντήσει έναν από σας πιο παλιά. Τον είχα βοηθήσει να κάνει έναν εξορκισμό. Αυτό το… το πράγμα», είπε με απέχθεια στην φωνή του, «είχε πει πως θα γυρνούσε να με εκδικηθεί που το ξαναέστειλα πίσω στην κόλαση. Και πιστεύω πως με εκδικήθηκε έτσι: πήρε τον πρωτότοκό μου». Όλο αυτό το διηγήθηκε με ψιθυριστή φωνή, και όταν πρόφερε τις τελευταίες λέξεις, έμεινε να κοιτάζει τα αδέρφια με τα γουρλωμένα μάτια του να δηλώνουν ξεκάθαρα ότι όντως τα πιστεύει αυτά που λέει, και καλά θα έκαναν να τον πιστέψουν και οι ακροατές του.
Άβολη φάση, σκέφτηκε ο Ντιν αμήχανα. Την σιωπή κάλυψε ο Σαμ, λέγοντας ένα μακρόσυρτο «εντάξει» και μετά, θέλοντας να λήξει την συζήτηση, μια και δεν υπήρχε κάτι άλλο που θα τους βοηθούσε, ευχαρίστησε τον αιδεσιμότατο για τον χρόνο που διέθεσε και εξέφρασε τα θερμά του συλλυπητήρια.
«Είχε προηγούμενα με τον δαίμονα ο παππούλης. Δεν του είπε η μαμά του να μην μιλάει σε ξένους; Τι να πω, πήγαινε γυρεύοντας», είπε ο Ντιν μπαίνοντας στην Ιμπάλα. «Αν ήθελε να πάρει εκδίκηση, δεν θα υπάρξουν άλλα θύματα πάντως. Η υπόθεση έληξε».
«Όχι, θα μείνουμε. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος».
«Η φωνή της λογικής», έκανε ο Ντιν ειρωνικά.
Ο Σαμ δεν έδωσε σημασία, τον απασχολούσε άλλο πράγμα. «Καλά, ποιος κυνηγός θα έμπλεκε και κάποιον άλλον σε αυτό;»
«Άμα είχε εμμονή με τον δαίμονα…»
«Ναι, αλλά να τον μπλέξει τόσο πολύ ώστε να σκοτωθεί ο γιος του;»
«Έλα, ρε Σαμ, λες και δεν έχεις συναντήσει ποτέ κυνηγό που δυσκολεύεται να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος».
Ο Σαμ ξεροκατάπιε καθώς του ήρθε στο μυαλό η παλιά του Νέμεσις, ο Γκόρντον. Ένιωσε την επιθυμία να γυρίσει ξανά στις οικογένειες που είχαν βοηθήσει μέχρι εκείνη την στιγμή και να βεβαιωθεί ότι όλοι ήταν καλά.
Κάτι τέτοιες φάσεις έκαναν τον Ντιν να νιώθει άβολα, δεν ήξερε τι να πει και πώς να φερθεί. Μισούσε τον Γκόρντον όσο και ο αδερφός του και είχε χαρεί πάρα πολύ όταν του είχε δοθεί η ευκαιρία να του χώσει μπουνιά στην μούρη, αλλά τώρα ο Γκόρντον ήταν νεκρός. Δεν υπήρχε λόγος να αναμασούν τα γεγονότα. Επιχείρησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Δεν γυρνάμε στης κυρίας ΜακΚόι για φαΐ;»
Ο Σαμ γέλασε και ένευσε καταφατικά. Κάποια πράγματα δεν θα άλλαζαν ποτέ, ό,τι κι αν συνέβαινε.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ο Ντιν άναψε την μηχανή. Ο Σαμ αποφάσισε ότι ήταν καλή ευκαιρία να μιλήσουν για ένα πιο σοβαρό θέμα που τον απασχολούσε τον τελευταίο καιρό. Ήταν μόνο οι δυο τους και ο Ντιν δεν μπορούσε απλά να σηκωθεί και να φύγει όπως έκανε συνήθως, οπότε θα αναγκαζόταν να μιλήσει.
«Μήπως υπάρχει κάτι που θέλεις να μου πεις;» ρώτησε. Δεν ήθελε να ρωτήσει ευθέως ή να τον πιέσει, παρόλο που ήξερε ότι ο αδερφός του ήθελε σπρώξιμο σε τέτοια θέματα. Αν ήταν να το πει ο Ντιν, θα το έλεγε από μόνος του.
«Μπα, όχι». Ο Ντιν έδωσε τον καλύτερό του εαυτό για να το παίξει άνετος, αν και υποψιάστηκε αμέσως για ποιο πράγμα μιλούσε ο Σαμ. Αν έβρισκε αυτόν που του το ξεφούρνισε, θα τον έκανε κομμάτια.
Ο Σαμ δεν ξαναμίλησε για την υπόλοιπη διαδρομή, απλά έπαιζε και ξανάπαιζε σαν σπασμένο δίσκο στο μυαλό του την συνάντησή του με τον Ουριήλ . «Ρώτα τον αδερφό σου τι θυμάται από την κόλαση». Τι στο καλό υποτίθεται ότι σήμαινε αυτό; Ο Ντιν είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θυμάται τίποτα από την κόλαση. Ή μήπως θυμόταν και έλεγε ψέματα; Όχι, ο Ουριήλ το είπε αυτό για να τους κάνει να τσακωθούν μεταξύ τους. Δεν θα εμπιστευόταν πιο πολύ τον Ουριήλ από τον ίδιο του τον αδερφό. Θυμωμένος με τον Ουριήλ, έστρεψε την προσοχή του στην υπόθεση που είχαν τώρα μπροστά τους, ψάχνοντας να βρει μια ικανοποιητική θεωρία.
Καθώς σκεφτόταν, περνούσαν από μπροστά του τα τοπία του Μοντγκόμερι, ώσπου τελικά είδε την κατακόκκινη πόρτα του σπιτιού της κυρίας ΜακΚόι, σημάδι ότι είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Το αυτοκίνητο σταμάτησε να τραντάζεται, καθώς ο Ντιν πάρκαρε και έσβησε την μηχανή.
«Έλα, διανοούμενε», έκανε ο Ντιν και τον σκούντησε, ίσως λίγο πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν.
Ο Σαμ μούγκρισε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο, την στιγμή που η πόρτα του σπιτιού της κυρίας ΜακΚόι άνοιξε και από μέσα ακούστηκε η φωνή μιας νεαρής κοπέλας.
«Τέλεια. Ναι, ναι, θα τα πούμε αύριο. Γεια σας!»
Μια ξανθιά μετρίου αναστήματος κοπέλα κατέβαινε τα σκαλιά της εισόδου χοροπηδώντας. Τα μαλλιά της ήταν μακριά και ολόισια, και του Σαμ του φάνηκε για μια στιγμή ότι έβγαζαν μια περίεργη λάμψη. Φορούσε ένα κοντομάνικο μονόχρωμο γαλάζιο μπλουζάκι που έκανε θαύματα για τον σωματότυπό της και στον λαιμό της κρεμόταν ένα μενταγιόν που ήταν αδύνατο να ξεφύγει από την προσοχή κάποιου και απεικόνιζε κάποιο παλιό κέλτικο σύμβολο, αποτελούμενο από τρεις σπείρες. Πέρασε μπροστά από το αυτοκίνητο περπατώντας με άνεση και χαιρέτησε ευγενικά τα δύο αδέρφια. Ο Σαμ αμέσως ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και η κοπέλα χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας μια λαμπερή οδοντοστοιχία. Έμοιαζε σαν να είχε βγει από εξώφυλλο περιοδικού.
«Πρέπει να είστε ο Σαμ και ο Ντικ», είπε η κοπέλα και τους πλησίασε. «Είμαι η Έιμι», συστήθηκε και έδωσε το χέρι της στον Ντιν.
«Για την ακρίβεια, είναι Ντιν».
«Ουπς, συγνώμη, Ντιν. Η κυρία ΜακΚόι δεν έχει πιάσει το τελευταίο σύμφωνο, ε;»
Ο Ντιν αντί για απάντηση, κάγχασε.
Η Έιμι έτεινε το χέρι της και στον Σαμ. «Γεια, Σαμ».
Ο Σαμ έσφιξε το χέρι της στο δικό του κοιτάζοντάς την στα μάτια. Της έριχνε τουλάχιστον ένα κεφάλι, αλλά την έβρισκε πολύ όμορφη και του φαινόταν ότι εξέπεμπε μια περίεργη λάμψη. Τα πάντα πάνω της θύμιζαν φως. Ο τρόπος που κινούταν και μιλούσε του άρεσε πάρα πολύ.
«Εμ, πρέπει να φύγω τώρα, αλλά υποθέτω ότι θα σας δω εδώ τριγύρω, έτσι;»
Σαμ, ξύπνα. «Εμ, ναι, φυσικά, οκέι». Ο Σαμ κατάφερε να αφήσει το χέρι της Έιμι. «Θα τα ξαναπούμε».
Τα αγόρια παρακολούθησαν την Έιμι να απομακρύνεται περπατώντας ανάλαφρα, και την στιγμή που ο Ντιν ήταν πλέον σίγουρος ότι δεν μπορούσε να τους ακούσει, άρχισε να γελάει και να πετάει πειραχτικά σχόλια στον Σαμ.
Κεφάλαιο 3
Ο Ντιν Γουίντσεστερ αναγνώρισε το μέρος όπου βρισκόταν, παρόλο που το μόνο που έβλεπε ήταν σκοτάδι, ένα απειλητικό κατάμαυρο χάος, έτοιμο να τον καταπιεί. Οι γάντζοι που διαπερνούσαν το δέρμα του και οι χοντρές αλυσίδες που τους κρατούσαν από τους κρίκους τους ήταν τα μόνα πράγματα που δεν τον άφηναν να χαθεί για πάντα μέσα στην μαύρη άβυσσο που έχασκε από κάτω.
«Κάποιος να με βοηθήσει!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, παρόλο που δεν πίστευε ότι θα ερχόταν βοήθεια από οποιονδήποτε. «Σαμ!» έκανε άλλη μια προσπάθεια.
Μια ανατριχιαστική δαιμονική φωνή ακούστηκε από το πουθενά. «Ο Σαμ είναι πολύ, πολύ, πολύ μακριά, Ντιν».
«Σαμ!» ξαναφώναξε ο Ντιν πανικόβλητος. Δεν θα τον άκουγε ο Σαμ, το γνώριζε καλά αυτό. Αλλά, για κάποιο λόγο, το να προφέρει το όνομα του αδερφού του τού έδινε κουράγιο.
Η απόκοσμη φωνή αντήχησε ξανά, θυμωμένη αυτή την φορά. «Σταμάτα να φωνάζεις, Ντιν. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει». Ακουγόταν σαν να κάνει αντίλαλο, είχε διπλή χροιά και δεν έμοιαζε καθόλου, μα καθόλου ανθρώπινη. «Κανείς εκτός από εσένα», πρόσθεσε η φωνή, πιο μαλακά.
Αμέσως ακούστηκε ήχος βημάτων να πλησιάζουν, ένας ήχος που δεν καθησύχασε καθόλου τον Ντιν. Ήταν από εκείνα τα νυχτοπερπατήματα που σε κάνουν να χώνεσαι ακόμα πιο πολύ κάτω από τα σκεπάσματα τα βράδια.
Ένα πρόσωπο εμφανίστηκε μέσα από το σκοτάδι. Ήταν ο δαίμονας Άλιστερ, και είχε την πραγματική του μορφή. Δεν είχε δοχείο, αλλά δεν ήταν και καπνός. Ο Ντιν μπορούσε να δει το πραγματικό του πρόσωπο, μια μπάλα από μαύρο καπνό, με δύο ακόμα πιο μαύρες τρύπες για μάτια και ένα ξεχειλωμένο σαγόνι ακαθόριστου σχήματος, μέσα από το οποίο εξείχε μια διχαλωτή γλώσσα, όπως αυτή των φιδιών.
«Μπορείς να το κάνεις να σταματήσει, Ντιν», ψιθύρισε ο Άλιστερ βγάζοντας έξω την φιδίσια του γλώσσα στο τέλος της πρότασης. «Μπορείς να το κάνεις να τελειώσει εδώ και τώρα».
Ο Ντιν μπορούσε να προβλέψει τι θα έλεγε μετά ο δαίμονας. Ήξερε τι θα ζητούσε, και δεν επρόκειτο να συναινέσει ποτέ με το να γίνει και ο ίδιος βασανιστής.
«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ», δήλωσε ο Ντιν με θυμό στην φωνή του.
«Ω, αλήθεια;» Ο Άλιστερ πλησίασε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του Ντιν και ο Ντιν έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τραβηχτεί όσο πιο μακριά γινόταν από αυτό το αποκρουστικό όν. Και τότε ο Άλιστερ τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω. Με αστραπιαία ταχύτητα, ο δαίμονας είχε βρεθεί πάνω από το πλευρό του Ντιν και διαπερνούσε με τα νύχια του την σάρκα του.
Ο Ντιν δάγκωσε το κάτω χείλος του για να μην ουρλιάξει από τον πόνο και αίμα άρχισε να τρέχει από εκείνο το σημείο. Ο δαίμονας τράβηξε τα νύχια του έξω από την πληγή που είχε ήδη κάνει και ετοιμάστηκε να τα μπήξει αλλού. Ο Ντιν, βλέποντάς τον να ετοιμάζεται για δεύτερη επίθεση, πήρε μια βαθιά ανάσα, έσφιξε τους μύες του για να δεχθεί το χτύπημα και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.
Περίμενε το δεύτερο κύμα εξουθενωτικού πόνου, αλλά ποτέ δεν ήρθε. Άνοιξε τα μάτια του, χωρίς να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί. Βρισκόταν ξανά στη σοφίτα της κυρίας ΜακΚόι. Ήταν σκοτεινά, αλλά ο φωταγωγός άφηνε το φεγγαρόφως να μπαίνει στο δωμάτιο. Αυτόματα, κοίταξε τον Σαμ για να βεβαιωθεί ότι είναι καλά. Ο Σαμ έχαιρε άκρας υγείας και κοιμόταν στο δικό του κρεβάτι γαλήνια, μπρούμυτα, με το ένα χέρι κάτω από το κεφάλι του. Ήταν μόνο ένα κακό όνειρο. Ένας απαίσιος εφιάλτης με τον Άλιστερ και την κόλαση. Ο Ντιν ένιωθε το κεφάλι του να γυρίζει και μια απίστευτη ανακούφιση που είχε ξυπνήσει ακέραιος και δίπλα στον αδερφό του τον κατέκλυσε. Δεν έπρεπε να είχε πει ψέματα στο Σαμ για την κόλαση. Έπρεπε να του πει πως θυμάται.
Αναρωτήθηκε τι ώρα ήταν και έψαξε για κάποιο ρολόι. Τελικά βρήκε το ρολόι του Σαμ ακουμπισμένο πάνω στο γραφειάκι. Ο Σαμ πάντα το έβγαζε το βράδυ γιατί τον ενοχλούσε, αλλά την μέρα δεν μπορούσε χωρίς ρολόι. Ο Ντιν το έπιασε και το έστρεψε προς το λιγοστό φως που έμπαινε από τα τζάμια.
Το ρολόι ισχυριζόταν ότι θα ξημέρωνε σε μερικές ώρες και ο Ντιν, μετά από τον εφιάλτη του, δεν είχε καμία όρεξη να ξαναπέσει για ύπνο. Πήγε να καθίσει στην κουνιστή καρέκλα αλλά προς μεγάλη του απογοήτευση διαπίστωσε ότι ήταν ήδη πιασμένη.
«Ξου!» έκανε ψιθυριστά στην Σίσσυ που είχε στρογγυλοκάτσει στο μαξιλάρι της καρέκλας και τον κοίταζε με τα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι.
«Γαμώτο, θα γεμίσεις το μαξιλάρι τρίχες» μουρμούρισε ο Ντιν, λες και η γάτα θα ένιωθε τύψεις και θα έφευγε. Όμως η γάτα συνέχισε να τον κοιτάει με απάθεια και να κουνάει την μισολυγισμένη ουρά της πέρα-δώθε.
«Καλά, άστο», ψιθύρισε ο Ντιν και κατέβηκε την σκάλα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Μετά από αυτήν την νυχτερινή τρομάρα που πήρε, ήξερε ακριβώς τι χρειαζόταν για να ξαναέρθει στα ίσια του: αλκοόλ.
Πήγε στο μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, μουρμουρίζοντας στον εαυτό του τους στίχους του Eye Of The Tiger για να ηρεμήσει. Ανέβηκε ξανά την σκάλα, ευγνωμονώντας το γεγονός ότι δεν έτριζε, και φόρεσε το πρώτο παντελόνι και το πρώτο μπλουζάκι που βρήκε μπροστά του. Κατέβηκε την σκάλα για δεύτερη φορά, ξεκρέμασε το δερμάτινό του από τον καλόγερο δίπλα στην πόρτα, το φόρεσε και βγήκε έξω στην νύχτα.
Η Ιμπάλα ήταν παρκαρισμένη απ’ έξω, περιμένοντας τον ιδιοκτήτη της. «Γεια σου, μωρό μου», μουρμούρισε ο Ντιν στο αμάξι, ενώ ψαχούλευε την τσέπη του δερμάτινού του για τα κλειδιά.
Ένα τέταρτο αργότερα βρισκόταν έξω από το μπαράκι της περιοχής. Έσπρωξε την πόρτα και η έντονη μυρωδιά του καπνού από τα τσιγάρα τον χτύπησε. Η μουσική, ενώ έξω δεν ακουγόταν, μέσα ήταν πολύ μονότονη και έπαιζε τόσο δυνατά ώστε κάλυπτε όλες τις συνομιλίες. Οι πελάτες έσκυβαν ο ένας στο αυτί του άλλου για να ανταλλάξουν μια κουβέντα. Ο Ντιν προσπέρασε την ζώνη με τα τραπέζια των καπνιστών και κατευθύνθηκε προς το βάθος, όπου σερβίρονταν τα ποτά.
Τα ηχεία ήταν μακριά από εκείνο το σημείο και η μουσική δεν ήταν τόσο εκνευριστικά δυνατή, αλλά ακούγονταν όλες οι υπόλοιπες συνομιλίες, με αποτέλεσμα μια γενική βαβούρα που πλανιόταν πάνω από τον χώρο σαν μανιτάρι. Ο Ντιν σκαρφάλωσε σε ένα από τα ψηλά σκαμπό του μπαρ και ακούμπησε χαλαρά τον αγκώνα του πάνω στον πάγκο.
«Γεια, Ντιν», άκουσε μια φωνή. Ήξερε ότι την είχε ξανακούσει κάπου, αλλά δεν μπορούσε να τη συνδέσει με κάποιο πρόσωπο. Γύρισε τον κορμό του για να δει ποιος τον είχε χαιρετήσει.
«Έιμι!» έκανε ο Ντιν βλέποντας την γνώριμη φάτσα της Έιμι στην άλλη πλευρά του πάγκου να σερβίρει ποτά. Η Έιμι ακτινοβολούσε μέσα στο άσπρο μπλουζάκι που φορούσε. Το μπλουζάκι έγραφε επάνω του το όνομα του μπαρ με μεγάλα, κόκκινα γράμματα, αλλά και πάλι, το κέλτικο μενταγιόν της ξεχώριζε. «Ήρθα για μια μπύρα».
«Αμέσως», έκανε η Έιμι χαμογελώντας και έπιασε ένα από τα παγωμένα ποτήρια μπύρας. Άδειασε μέσα του ένα μπουκάλι μπύρα χωρίς καν να κοιτάει και το έκανε πάσα στον Ντιν.
«Ευχαριστώ», έκανε ο Ντιν και με την σειρά του, της πάσαρε ένα χαρτονόμισμα. Η Έιμι το πήρε και κάνοντας μια στροφή επιτόπου, του γύρισε την πλάτη και πήγε να φέρει τα ρέστα.
«Έχεις πολλά κέφια», σχολίασε ο Ντιν.
«Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για σένα. Άσχημη μέρα;»
«Πιο καλά άσχημη νύχτα πες».
«Επιστρέφω σε λίγο», ψιθύρισε η Έιμι και έφυγε για να εξυπηρετήσει δύο άλλους πελάτες.
Ο Ντιν κατέβασε λίγη μπύρα περιμένοντας. Αν και δεν είχε διάθεση, δεν μπόρεσε να μην τσεκάρει τις τριγύρω κοπέλες. Μπα, όχι, δεν υπήρχε καμία που να έπαιρνε πάνω από 6. Εκτός από την Έιμι, φυσικά, αλλά ποτέ δεν θα έκανε χαλάστρα στον Σαμ.
Η Έιμι επανήλθε. «Πόσο καιρό είσαι εδώ είπαμε;» τη ρώτησε.
«Πρέπει να είναι… δέκα μέρες», έκανε η Έιμι χαμογελώντας. Η ημερομηνία που συνέβηκε το περιστατικό που είχε τραβήξει την προσοχή των Γουίντσεστερ έλαμψε μέσα στο μυαλό του Ντιν, χτυπώντας σήμα κινδύνου.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να καταλάβεις αν το άτομο που έχεις απέναντί σου είναι δαίμονας ή όχι από το να προφέρεις το όνομα του Θεού. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν, αλλά κυρίως ο δαίμονας θα γυρίσει να σε κοιτάξει με τα μάτια του να έχουν γίνει τελείως μαύρα, ενώ οι άνθρωποι θα σε περάσουν για παλαβό καθώς δεν υπάρχει κανένας τρόπος να κολλήσεις μέσα σε μια χαλαρή συζήτηση μια λέξη σε μια νεκρή γλώσσα. Ο Ντιν αναστέναξε και θύμισε στον εαυτό του πόσο σημαντικό ήταν να κάνει το τεστ.
«Με τι ακριβώς ασχολείσαι;» τη ρώτησε, ελπίζοντας η απάντηση να περιέχει μέσα τη λέξη «λατινικά».
«Ας πούμε ότι ασχολούμαι με την επιβολή του νόμου», έκανε η Έιμι.
«Ναι, και εγώ και ο αδερφός μου κάτι τέτοιο κάνουμε», απάντησε και ο Ντιν, αρκετά χαρούμενος που η συζήτηση του επέτρεπε να κρατήσει την δουλειά τους αόριστη. «Δεν μοιάζεις για μπάτσος», σχολίασε.
«Ω, μα δεν είμαι αστυνομικός. Σπούδαζα νομική στο Φοίνιξ».
Ο Ντιν παραλίγο να πνιγεί. «Σοβαρά; Κοίτα να δεις… Και ο Σαμ το ίδιο», είπε ελπίζοντας ότι έδειχνε πιο άνετος απ’ ότι ήταν. «Εχμ… και γιατί έφυγες;»
«Α, είναι μια μεγάλη ιστορία για μια άλλη στιγμή».
Για μια στιγμή κανένας τους δεν μίλησε. Ο Ντιν είδε πως η Έιμι ετοιμαζόταν να φύγει. Γαμώτο, θα χανόταν μια καλή ευκαιρία. «Cristo», μουρμούρισε γρήγορα και προετοίμασε τον εαυτό του για τις συνέπειες.
Η Έιμι έστρεψε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του αλλά ούτε εμφανίστηκε μαύρος καπνός, ούτε τα μάτια της έγιναν δαιμονικά και κατάμαυρα. Ήταν η ίδια, χαμογελαστή Έιμι που σέρβιρε ποτά σε ένα μπαρ στο Μοντγκόμερι. «Τι πράγμα;» ρώτησε καλόβολα.
Ο Ντιν στράβωσε το στόμα του στο πλάι σε μια προσπάθεια να χαμογελάσει αμέριμνα. «Τίποτα, άσ’ το». Η Έιμι ήταν πέρα για πέρα άνθρωπος, πράγμα που σήμαινε ότι ο Σαμ μπορούσε να κάνει κάτι μαζί της χωρίς να χρειάζεται να την σκοτώσουν στο τέλος, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν. Επίσης σήμαινε ότι δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν ο δαίμονας και έπρεπε να συνεχίσουν το ψάξιμο. Ο Ντιν δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν καλά ή κακά νέα, αλλά είχε αποφασίσει ότι δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της κυρίας ΜακΚόι. Το υπόλοιπο της βραδιάς το πέρασε στο μπαρ, μιλώντας στην Έιμι για τον αδερφό του.
Κεφάλαιο 4
Ο Σαμ ανέβηκε τα σκαλιά για την σοφίτα κρατώντας μια κούπα με καφέ την οποία ο Ντιν δεν θα ενέκρινε ποτέ. Ο Σαμ ποτέ δεν είχε υπάρξει λάτρης της πικρής γεύσης της καφεΐνης, αλλά έβρισκε τις ιδιότητές της πολύ χρήσιμες, και ως κυνηγός τώρα, και ως φοιτητής παλαιότερα. Υπήρχαν φορές που χρειαζόταν κάτι για να τον κρατήσει ξύπνιο, και πάντα έπινε αυτό που χαρακτήριζε ο Ντιν ως «κοριτσίστικο» καφέ και περιείχε κρέμα, πραγματικά πολλή ζάχαρη και πραγματικά πολύ γάλα για να καλυφθεί το γεγονός ότι το ρόφημα από μόνο του είχε απαίσια γεύση.
Σήκωσε το μαύρο Motorola Q8 του που ήταν ακουμπισμένο στο γραφειάκι, πάτησε το μικρό κόκκινο κουμπί στην δεξιά πλευρά του κινητού για να το ανοίξει και περίμενε να ανάψει η οθόνη και να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος που έκανε όταν ανοίγει. Μόνο που το κινητό παρέμεινε σιωπηλό. Ο Σαμ δοκίμασε και δεύτερη φορά, χωρίς αποτέλεσμα. Ναι, αυτό μπορεί να σήμαινε ότι θα χρειαζόταν καινούριο κινητό, γιατί η μπαταρία ήταν φουλ χθες το βράδυ.
«Α, Ντιν. Κάτι έπαθε το κινητό μου, ρε συ», είπε στον Ντιν που ανέβαινε τα σκαλιά εκείνη την ώρα, κρατώντας και αυτός μια κούπα καφέ που χαρακτηρίζεται εύκολα ως το αντίθετο αυτής του Σαμ.
«Ω, γαμώτο», έκανε ο Ντιν. «Μπορείς να πάρεις ένα άλλο, έχω πολλά στο ντουλαπάκι της Ιμπάλα». Ο Σαμ κατάλαβε αμέσως ότι ο Ντιν ένιωθε υπεύθυνος. Σχεδόν ποτέ δεν τον απασχολούσε η αντικατάσταση κάποιου χαλασμένου πράγματος του Σαμ, εκτός και αν είχε φταίξει ο ίδιος που χάλασε. Γύρισε στον Ντιν και τον κοίταξε αυστηρά.
«Εσύ δεν το πείραξες καθόλου, έτσι;»
«Βασικά, έχυσα την προηγούμενη κούπα καφέ που κρατούσα πάνω του…»
«Ρε Ντιν!»
«Συγνώμη, ρε Σαμ, κατά λάθος έγινε. Τόσα κινητά έχουμε στο αυτοκίνητο, θα πάρεις ένα από αυτά».
«Ντιν, το χρειαζόμουν αυτό το κινητό! Έκανα δουλειά με αυτό!» Ο Ντιν δεν μίλησε, μόνο έγειρε στο πλάι, μέχρι να ο ένας ώμος του να ακουμπήσει τον τοίχο. Ο Σαμ ήταν τσαντισμένος, και είχε δίκιο αυτή τη φορά. «Απλά… απλά μείνε μακριά από τα πράγματά μου», έκανε με απόλυτα δικαιολογημένο θυμό ο Σαμ. «Πώς θα ένιωθες αν έκανα κάτι στην Ιμπάλα;»
Ο Ντιν δεν χρειάστηκε καν να το σκεφτεί, η απάντηση βγήκε με απόλυτη φυσικότητα. «Θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανες», είπε αβίαστα.
Ο Σαμ ξεφύσηξε και πήρε ένα ξινισμένο ύφος. «Α, σοβαρά; Δηλαδή εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω;» Ο Ντιν μπήκε στον πειρασμό να απαντήσει «να σκάσεις» αλλά το κατάπιε. Ο Σαμ συνέχισε να μιλάει έντονα. «Μου αρέσει που το άφησες και εκεί που το είχα πριν, σαν να μην συνέβη τίποτα. Νόμιζες ότι δεν θα το πρόσεχα;»
«Βασικά νόμιζα ότι θα δούλευε», απάντησε ο Ντιν κοφτά. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει για να επανορθώσει. Ζήτησε συγνώμη. Ο Σαμ θα έπρεπε να είχε πάρει μια από τις άλλες συσκευές και να είχε λήξει το θέμα. «Κοίτα, ζήτησα συγνώμη, οκέι; Λυπάμαι πολύ. Τι άλλο να κάνω;»
«Μείνε μακριά από τα πράγματά μου», έκανε ο Σαμ, με την φλέβα στον λαιμό του να πετάγεται σε κάθε του λέξη. Ο Ντιν αντί για απάντηση έκανε μια απρεπή χειρονομία και μετά άρχισε να κατεβαίνει την σκάλα για να φύγει από το δωμάτιο. «Ναι, πρώτα κάνεις την βλακεία και μετά φεύγεις», συνέχισε ο Σαμ από πάνω, αλλά ο Ντιν δεν έδωσε σημασία. Άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω.
Ο Σαμ εξέπνευσε εκνευρισμένα. Ναι, πάντα έτσι έκανε ο Ντιν, είχε εκείνη τη γελοία συμπεριφορά του στυλ «ε, καλά-δεν-έγινε-και-τίποτα» και απέφευγε οποιαδήποτε συζήτηση δεν τον σύμφερε. Όπως η συζήτηση για τις αναμνήσεις από την κόλαση, για παράδειγμα. Ο Σαμ άρπαξε νευριασμένα το κινητό και κατέβηκε και αυτός την σκάλα.
Η Ιμπάλα ήταν παρκαρισμένη έξω, με την πόρτα του συνοδηγού ορθάνοιχτη και τον Ντιν μέσα να ψαχουλεύει στο ντουλαπάκι. «Άμα σου πέρασαν τα νεύρα, έλα να δούμε τις υπόλοιπες συσκευές», έκανε ο Ντιν ακούγοντας τον αδερφό του να έρχεται. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω τον Σαμ που πλησίαζε μες τα νεύρα. «Άμα δεν σου πέρασαν, τράβα να κάνεις καμιά βόλτα μέχρι να σου περάσουν», πρόσθεσε ξερά.
Ο Σαμ πέρασε δίπλα από τον Ντιν και χωρίς να τον κοιτάξει καν, του πέταξε το κινητό στο στήθος και συνέχισε να περπατάει μέχρι που βγήκε στον δρόμο.
«Γεια, Σαμ!»
«Έιμι..!» Ξαφνικά, η τσαντίλα του Σαμ εξαφανίστηκε και τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν. Η Έιμι στεκόταν απέναντί του, φορώντας ένα πράσινο μπλουζάκι και το κέλτικο μενταγιόν, το οποίο πλέον αποτελούσε σήμα κατατεθέν. «Εχμ… πώς πάει;»
«Ήρθα να πάρω την Σίσσυ», απάντησε η Έιμι και έκανε ένα βήμα προς την αριστερή πλευρά του Σαμ για να περάσει. Ο Σαμ τραβήχτηκε την ίδια στιγμή προς τα αριστερά με σκοπό να της κάνει χώρο, αλλά κατέληξαν να κάνουν έναν αστείο χορό δεξιά-αριστερά χωρίς να μπορούν να αποφασίσουν από ποια μεριά ήθελε να πάει ο καθένας.
Γέλασαν και οι δύο. «Έλα», είπε ο Σαμ και έκανε στην άκρη. Τώρα είχαν αλλάξει θέσεις και ο καθένας μπορούσε να πάει στον προορισμό του χωρίς να εμποδίζεται από τον άλλο. «Βασικά», έκανε ο Σαμ, «ξέρεις τι; Δεν πάω πουθενά. Απλά έχω έναν ηλίθιο για αδερφό». Η Έιμι του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα και ο Σαμ την κοίταξε απολογητικά. «Είναι μεγάλη ιστορία», της είπε.
«Αφού δεν πας πουθενά, τότε…» Η Έιμι έπιασε τον Σαμ από το μπράτσο, τον τράβηξε μαλακά προς το μέρος της και άρχισαν να περπατάνε μαζί προς το σπίτι της κυρίας ΜακΚόι.
Ο Ντιν είδε τον Σαμ να επιστρέφει, με την Έιμι στο πλάι του και χαμογέλασε. Η Έιμι έμοιαζε να λάμπει ακόμα πιο πολύ εκείνη την στιγμή, δίπλα στον Σαμ. Κούνησε το χέρι του χαιρετώντας τους από απόσταση.
Η Έιμι ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, ενώ ο Σαμ τον αγνόησε τελείως. Ήταν ακόμα λίγο θυμωμένος. Αν ο αδερφός του άρχιζε να λέει βλακείες μπροστά στην Έιμι, θα γινόταν χαμός.
«Έρχομαι», έκανε η Έιμι και χάθηκε πίσω από την κόκκινη πόρτα του σπιτιού. Ο Σαμ κοίταξε αμήχανα τις μύτες των παπουτσιών του και μετά σήκωσε το βλέμμα του. Ο Ντιν, που στεκόταν απέναντι, μόλις αντιλήφθηκε ότι ο Σαμ τον κοίταζε, έκανε γροθιές τα χέρια του και σήκωσε τους αντίχειρες ψηλά.
«Μπράβο, τίγρη!» του ψιθύρισε ο Ντιν χαζογελώντας.
«Σκάσε», έκανε ο Σαμ κοκκινίζοντας και γύρισε το βλέμμα του αλλού.
Η κατακόκκινη πόρτα άνοιξε. «Έτοιμη!», είπε τραγουδιστά η Έιμι, ανασηκώνοντας την Σίσσυ που φορούσε αυτή την ειδική ζώνη που κρατάει το ζώο από το στήθος και όχι από τον λαιμό. Κατέβηκε τα σκαλιά με την γάτα στην αγκαλιά της να κουνάει τα πόδια της και τελικά, την ακούμπησε κάτω και της πέρασε το λουρί. «Πάμε;»
Ο Σαμ αναρωτήθηκε πώς η Έιμι κατάφερνε να κουμαντάρει σε ανοιχτό χώρο αυτό το πλάσμα που δεν είχε σταματήσει στιγμή να κουνιέται νευρικά. Η Έιμι όμως έδειχνε χαλαρή και γεμάτη αυτοπεποίθηση. «Ναι, πάμε», της απάντησε χαμογελώντας.
«Ναι, καλά να περάσετε. Εγώ θα πάω να δω καλωδιακή», είπε ο Ντιν, προς μεγάλη ανακούφιση του Σαμ.
Ο Σαμ και η Έιμι διέσχισαν τον δρόμο και βρέθηκαν να περπατάνε αργά κατά μήκος του ποταμού.
«Λοιπόν», έκανε η Έιμι, «ο Ντιν μου είπε ότι σπούδαζες νομική».
«Α, ναι; Ναι, σπούδαζα νομική. Αλλά τώρα ταξιδεύω με τον μεγάλο μου αδερφό». Το ψέμα αυτό είχε χρειαστεί να το πει πολλές φορές στους φίλους του από το Στάνφορντ, αλλά είχε πλέον πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν ψέμα, απλά δεν ήταν όλη η αλήθεια.
«Έι, καλώς όρισες στο κλαμπ!», είπε η Έιμι και τον σκούντησε μαλακά. «Κι εγώ σπούδαζα νομική στο Φοίνιξ».
«Σοβαρά; Αυτό είναι φοβερό!» έκανε με ο Σαμ με πραγματικό ενθουσιασμό. Σταμάτησε να περπατάει, μπερδεμένος. «Και τότε τι κάνεις εδώ;»
«Είναι μεγάλη ιστορία».
«Δεν πειράζει, κράτα την για την επόμενη φορά που θα βρεθούμε», έκανε ο Σαμ και της χάρισε ένα χαμόγελο.
Η Έιμι τον κοίταξε στα μάτια και δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει και εκείνη.
«Την επόμενη φορά, λοιπόν, Σαμ».
Ο Σαμ κοίταξε στην απέναντι μεριά του δρόμου και είδε ένα καροτσάκι παγωτού. Γύρισε και κοίταξε την Έιμι. «Έιμι, τι θα έλεγες για ένα χωνάκι παγωτό;»
Η Έιμι έλαμψε. «Σίγουρα δεν θα έλεγα όχι», έκανε χαμογελώντας.
Κεφάλαιο 5
Ο Ντιν δεν χρειαζόταν πολλά για να είναι χαρούμενος. Για παράδειγμα, ένα τεραστίων διαστάσεων σάντουιτς όπως αυτό που ετοιμαζόταν να καταβροχθίσει ήταν αρκετό. Είχε καθίσει στο κρεβάτι του, με το μαξιλάρι ανάμεσα στην πλάτη του και τον τοίχο, όταν ο Σαμ του ανακοίνωσε ότι μετά από τόση ώρα προσεκτικής ανάλυσης των γεγονότων, δεν είχε καταλήξει πουθενά.
«Είσαι σίγουρος;»
«Καμία σύνδεση, Ντιν», έκανε ο Σαμ κουνώντας απογοητευμένα το κεφάλι του. «Εκτός από το ότι και οι δυο αυτοκτόνησαν», πρόσθεσε σχηματίζοντας εισαγωγικά στο «αυτοκτόνησαν» με τα δάχτυλά του.
Ο Ντιν εξέπνευσε με αποδοκιμασία. «Κάτι πρέπει να υπάρχει», έκανε και δάγκωσε ένα κομμάτι από το σάντουιτς. «Έψαξες καλά;»
«Ντιν, όση ώρα εσύ έτρωγες, εγώ έψαχνα», απάντησε ο Σαμ. Από την ώρα που είχαν μάθει ότι υπήρξε και δεύτερη αυτοκτονία, ο Σαμ είχε κάνει φύλλο και φτερό κάθε δυνατή πηγή πληροφοριών για να βρει το κοινό στοιχείο ανάμεσα στα δυο θύματα –γιατί πάντα υπάρχει ένα κοινό στοιχείο– ενώ ο Ντιν έκοβε βόλτες στο σπίτι, μουρμουρίζοντας ροκάδικα τραγούδια, χωρίς να προσφέρει οποιαδήποτε μορφή βοήθειας. Δεν είχε συνεισφέρει καθόλου στο ψάξιμο και τώρα ήθελε να κάνει κριτική στα αποτελέσματα; «Άμα πιστεύεις ότι μου ξέφυγε κάτι, έλα να ψάξεις μόνος σου», είπε, συνοδεύοντας την απάντησή του με μια χειρονομία προς το λάπτοπ μπροστά του.
«Όχι, ευχαριστώ», έκανε ο Ντιν. «Θα συνεισφορήσω στην έρευνα οδηγώντας την Ιμπάλα στον τόπο του εγκλήματος», πρόσθεσε με επίσημο τόνο χαμογελώντας με γεμάτο στόμα και φουσκωμένα μάγουλα.
«Συνεισφέρω», μουρμούρισε ο Σαμ χωρίς να πάρει τα μάτια του από την οθόνη του λάπτοπ.
«Ε;»
Ο Σαμ γύρισε να κοιτάξει τον Ντιν. «Συνεισφέρω είναι, Ντιν, όχι συνεισφορήσω», είπε πιο δυνατά.
«Καλά ντε».
Ο Σαμ έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Τα μάτια του διέτρεχαν τις γραμμές τις ιστοσελίδας που διάβαζε. «Έχω μια θεωρία, πάντως. Πιστεύω πως ήταν δαιμονισμένοι όταν αυτοκτόνησαν», είπε.
«Ναι, δεν είχαν αυτοί τον έλεγχο, απλά ο δαίμονας τους έκανε να τινάξουν τα μυαλά τους και μετά πήρε απλά άλλο δοχείο. Βγάζει νόημα. Μόνο που δεν βοηθάει και πολύ», σχολίασε ο Ντιν.
Ο Σαμ δεν μίλησε. Κοίταξε την οθόνη του λάπτοπ για άλλη μια φορά, αλλά δεν βρήκε τίποτα ενδιαφέρον, οπότε την έκλεισε και σηκώθηκε από το γραφείο. «Σήκω», είπε στον Ντιν.
«Τι;»
«Σήκω. Και πιάσε και τις πλαστές ταυτότητες».
Dejà-vu. Αυτό ακριβώς είχε ο Ντιν όταν έφτασαν στο μέρος όπου είχε γίνει η αυτοκτονία. Κάθε φορά, η ίδια ιστορία. Όλοι τους κοίταζαν δύσπιστα μέχρι να βγάλουν τις πλαστές ταυτότητες. Η δυσπιστία μαγικά εξαφανιζόταν και τους άφηναν να περάσουν. Μετά, οι αστυνομικοί σχολίαζαν τα ονόματα, ή τους ρωτούσαν γιατί η ομοσπονδία ενδιαφέρεται, ή και τα δύο. Και μετά, αφού τους άφηναν στην ησυχία τους, άρχιζαν το ψάξιμο, προσπαθώντας να δουν πράγματα που ο συνηθισμένος κόσμος δεν έβλεπε.
Θειάφι υπήρχε παντού, όχι πολύ, αλλά αρκετό για να το προσέξουν τέσσερα έμπειρα μάτια. «Θειάφι. Δεν μας βοηθάει και πολύ…» Ο Σαμ άγγιξε λίγο με τις άκρες των δαχτύλων του.
Ο Ντιν συμφώνησε σιωπηλά. Του φαινόταν πως τίποτα δεν τους βοηθούσε. Επιπλέον, αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανείς να του κάνουν ερωτήσεις, το θύμα δεν είχε κανέναν στενό συγγενή εν ζωή.
Ο Σαμ σκέφτηκε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως σε κάτι τέτοιες φάσεις που κολλούσαν, έπαιρναν τηλέφωνο τον Μπόμπι, αλλά τώρα ούτε αυτός μπορούσε να κάνει πολλά.
Ο Ντιν σταμάτησε να στέκεται στο πλάι του Σαμ και άρχισε να περιπλανιέται στον χώρο. Αν υπήρχε έστω ένα μικροσκοπικό στοιχείο που θα μπορούσε να τους βοηθήσει, θα το έβρισκε. Θα σκότωνε εκείνο τον δαίμονα, θα τον ξαναέστελνε πίσω στην κόλαση, εκεί όπου ανήκε.
Το θειάφι που ήταν σκορπισμένο κατάχαμα, σχημάτιζε μια γραμμή, ένα μονοπάτι. Αν και δεν ήταν συνεχόμενη, ο Ντιν μπορούσε εύκολα να καταλάβει από πού είχε περάσει ο δαίμονας. Επεξεργάστηκε τη διαδρομή. Έπρεπε να έτρεχε σαν τρελό, σαν κάτι να το κυνηγούσε.
Παρατημένο σε μια γωνία, ο Ντιν ξαφνικά είχε βρει το στοιχείο που τους έλειπε. «Σαμ», είπε δυνατά. Ο Σαμ γύρισε στο άκουσμα του ονόματός του και ο Ντιν του έκανε νόημα να πλησιάσει.
Ο Σαμ, από τον τόνο του Ντιν, κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για κάτι καλό. Πλησίασε τον Ντιν που στηριζόταν με το ένα του γόνατο στο χώμα καθώς επεξεργαζόταν το εύρημά του. «Τι βρήκες;»
Ο Ντιν δεν μίλησε, μόνο σηκώθηκε όρθιος και κούνησε μπροστά στο πρόσωπο του αδερφού του το αντικείμενο που κρατούσε.
«Ω, σκατά», έκανε ο Σαμ, αναγνωρίζοντας το αντικείμενο και συνδέοντάς το στο μυαλό του με τον κάτοχό του. Ο Ντιν κρατούσε το κέλτικο μενταγιόν της Έιμι.
«Λυπάμαι, Σάμμυ. Κοίτα, δεν χρειάζεται να το κάνεις εσύ–»
«Αυτό είναι αδύνατον, Ντιν. Η Έιμι είναι άνθρωπος, το τσέκαρες εσύ ο ίδιος». Ο Σαμ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έπρεπε να σκοτώσουν την Έιμι. Γιατί όλο αυτό έπρεπε να τελειώσει έτσι; Η κατάρα των Γουίντσεστερ ξαναχτυπούσε.
Ο Ντιν έμεινε για λίγο σκεπτικός. «Τι να σου πω, Σάμμυ, ίσως είναι ίδια περίπτωση με τον κιτρινομάτη. Ο τύπος έπινε αγιασμό αντί για νερό».
Ο Σαμ θυμήθηκε πως ο Αζέιζελ, ο κιτρινομάτης δαίμονας δεν καιγόταν από τον αγιασμό, ενώ οι υπόλοιποι «χαμηλόβαθμοι» δαίμονες καίγονταν. Δηλαδή υπήρχε περίπτωση να έχουν να κάνουν με κάποιον δαίμονα τόσο ισχυρό όσο ο Αζέιζελ;
«Σαμ, δεν χρειάζεται να ανακατευτείς καν. Πραγματικά–»
Ο Σαμ δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. «Και θα πας μόνος σου; Σε καμία περίπτωση».
«Θα είμαι οκέι, Σαμ», έκανε ο Ντιν. Ο Σαμ δεν χρειαζόταν. Μπορούσε να το κάνει και μόνος του. «Έχω σχέδιο», είπε με σοβαρότητα.
Ο Σαμ δεν μπόρεσε να αντισταθεί. «Αυτό είναι που φοβάμαι», έκανε πειραχτικά.
Ο Ντιν γέλασε. «Σκάσε, Σάμμυ. Εγώ βρήκα το μενταγιόν στο κάτω-κάτω. Επιπλέον, είμαι μεγαλύτερος», είπε και χάρισε στον Σαμ ένα πλατύ χαμόγελο, δείχνοντας του ότι το επιχείρημά του, όσο γελοίο και αν ήταν, ήταν ακλόνητο.
Λίγη ώρα αργότερα, τα αδέρφια βρίσκονταν ξανά στο σπίτι της κυρίας ΜακΚόι. Είχαν καταστρώσει με προσοχή το σχέδιο, όπως τους είχε μάθει ο πατέρας τους και η εμπειρία τους. Η μόνη λεπτομέρεια που έμενε να φροντίσουν ήταν να φύγει η κυρία ΜακΚόι από το σπίτι.
Ο Σαμ έκανε βόλτες πάνω-κάτω στο δωμάτιο. Η σκέψη ότι ο Ντιν θα αντιμετώπιζε μόνος του την δαιμόνισσα, η οποία, όπως έδειχναν τα φαινόμενα ήταν και υψηλόβαθμη, του δημιουργούσε άγχος. Παρόλα αυτά, δεν θα ήθελε να είναι εκείνος αυτός που θα αντιμετώπιζε την Έιμι. Όταν είχαν αναγκαστεί να σκοτώσουν την Μάντισον, τη λυκάνθρωπο, του Σαμ του είχε κοστίσει ακριβά. Δεν θα το άντεχε και με την Έιμι. Για μια στιγμή, σκέφτηκε και μια άλλη λύση: Θα μπορούσε να την εξορκίσει με το μυαλό του, γρήγορα και απλά, και να σώσει και το δοχείο της. Μόνο που ο Ντιν δεν ήταν οπαδός αυτής της ικανότητας, και ήδη ο Σαμ είχε εξορκίσει τον Σαμχχάιμ με αυτό τον τρόπο, αθετώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ντιν να μην το ξανακάνει. Δεν ήταν και η καλύτερη φάση για να την χρησιμοποιήσει.
Ο Ντιν, μετά από τόσα τέρατα που είχε αντιμετωπίσει, ένας εξορκισμός του φαινόταν παιχνιδάκι. Η πεντάλφα κάτω από το χαλί θα έκανε την δουλειά της μια χαρά, και ο δαίμονας, παγιδευμένος και αποδυναμωμένος, θα επέστρεφε στην κόλαση. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να προφέρει μερικές λέξεις στα λατινικά όσο ο δαίμονας θα ούρλιαζε. Απλά άλλη μια μέρα στην δουλειά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε, ούτε θα ήταν η τελευταία. Ο Σαμ είχε επιμείνει να χρησιμοποιήσουν εκείνο το παλούκι από Ιερό Ξύλο που τους είχε δώσει η Ταμάρα, όταν είχαν κυνηγήσει μαζί της τα Εφτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, το –πώς το έλεγε ο Σαμ; Α, ναι. Πάλο Σάντο. Αυτό το πράγμα για έναν άνθρωπο δεν ήταν τίποτα πέρα από ένα κομμάτι ξύλο από το Περού, αλλά για έναν δαίμονα ήταν τόσο τοξικό, όσο και ο αγιασμός.
«Είναι η καλύτερη λύση, Σαμ», έκανε ο Ντιν. Κρατούσε στο ένα του χέρι το Πάλο Σάντο και προσπαθούσε να κάνει την μια του άκρη όσο πιο μυτερή γινόταν ξύνοντάς το με τον σουγιά του. Κάτω από το Πάλο Σάντο είχε βάλει έναν κουβά για πέφτουν μέσα τα κομμάτια ξύλου που έξυνε, αλλά τα μισά έπεφταν απ’ έξω.
«Το ξέρω», του απάντησε ο Σαμ πένθιμα χωρίς να τον κοιτάει. Θύμισε στον εαυτό του ότι το πλάσμα αυτό σκότωνε ανθρώπους και γέμισε θυμό. Έπιασε το όπλο του που ήταν παρατημένο πάνω στο κρεβάτι και κατέβηκε στο ισόγειο, ακολουθούμενος από τον Ντιν. Ήταν ώρα να φύγει η κυρία ΜακΚόι. Δεν ήθελαν παράπλευρες απώλειες στην όλη ιστορία.
Τα αδέρφια βρήκαν την κυρία ΜακΚόι να κάθεται στην κουζίνα της με το γατί αγκαλιά. «Κυρία ΜακΚόι», έκανε ο Σαμ, «θα χρειαστεί να φύγετε από το σπίτι για λίγο».
«Ναι, πηγαίντε μια βόλτα», έσπευσε να συμπληρώσει ο Ντιν. Η κυρία ΜακΚόι πήρε την γάτα στα χέρια της για να μπορέσει να σηκωθεί.
«Έφτασε κιόλας η ώρα;»
«Αχά».
Η κυρία ΜακΚόι κοίταξε προσεκτικά πρώτα τον Σαμ και μετά τον Ντιν. «Να προσέχετε», είπε σοβαρά.
«Ναι, κυρία ΜακΚόι, μην ανησυχείτε», είπε ο Σαμ χτυπώντας την μαλακά τον ώμο. Τα αγόρια την συνόδευσαν μέχρι έξω.
«Τέλεια», έκανε ο Ντιν κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Έπιασε το πατάκι της πόρτας από την γωνία και το σήκωσε λίγο για να μπορέσει να καμαρώσει την πεντάλφα που είχε ζωγραφίσει από κάτω. «Ώρα να φεύγεις και εσύ, Σάμμυ».
«Έχεις το παλούκι;»
«Ναι, αν και δεν θα χρειαστεί». Ο Ντιν έπιασε το παλούκι και το γύρισε ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Σε ένα τέταρτο θα έχω ξεμπερδέψει», έκανε με σιγουριά. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του και άρχισε να ψάχνει στις επαφές για το νούμερο της Έιμι.
«Ντιν, περίμενε, περίμενε, μην πάρεις ακόμα τηλέφωνο». Ο Σαμ δίστασε για λίγο. «Πώς θα με ειδοποιήσεις αν κάτι πάει στραβά;» Τον Σαμ τον ενοχλούσε ακόμα η σκέψη ότι ενώ ήταν διαθέσιμος, θα καθόταν χωρίς να βοηθάει.
Ο Ντιν πήρε το γνωστό, αυτάρεσκο ύφος του. «Έχε μου λίγη εμπιστοσύνη, Σάμμυ. Και στην πορεία, κοίτα να μαθαίνεις κιόλας».
Ο Σαμ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και κοίταξε τον Ντιν για λίγο παρακαλετά. Μπορούσε να δει τον Ντιν να προσπαθεί να κοιτάξει αλλού και να τον αγνοήσει, αλλά αποτύγχανε πλήρως. Ο Ντιν αναστέναξε.
«Οκέι. Αν σε δεκαπέντε λεπτά δεν έχω βγει έξω πανηγυρίζοντας, έχεις την άδειά μου να μπουκάρεις μέσα και να την αποτελειώσεις εσύ. Ευχαριστημένος;»
«Πολύ». Ο Σαμ δεν μπόρεσε να κρύψει ένα χαμόγελο ανακούφισης. Έμεινε να κοιτάζει τον Ντιν για λίγο.
«Ναι, είμαι σίγουρος για αυτό που πάω να κάνω, άντε γεια τώρα», έκανε ο Ντιν βιαστικά δείχνοντας την εξώπορτα και πιάνοντάς τον μαλακά από τους ώμους τον οδήγησε έξω. Τον είδε να βγαίνει έξω και να πηγαίνει να κάθεται στην Ιμπάλα, που είχε παρκάρει νωρίτερα λίγο πιο μακριά. Έκλεισε την πόρτα και έπιασε ξανά το κινητό του.
Η νότα λα αντήχησε μια, δύο, τρεις φορές, ώσπου η φωνή της Έιμι ακούστηκε από την άλλη γραμμή. «Ντιν;»
«Ναι, Έιμι, γεια».
«Γεια».
«Αναρωτιόμουν αν μπορείς να μου κάνεις μια χάρη».
Κεφάλαιο 6
Ο Ντιν άνοιξε την πόρτα και είδε την Έιμι να στέκεται στο κατώφλι. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω σε μια χαλαρή κοτσίδα και φορούσε μπλουτζίν, ένα γαλάζιο πουκάμισο με τα τρία πάνω κουμπιά ξεκούμπωτα και, όπως πάντα ένα αστραφτερό χαμόγελο. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είχε το μενταγιόν της.
«Καλώς την», έκανε ο Ντιν. «Έλα μέσα.» Έφτανε η ώρα που θα έπεφταν οι μάσκες. Η δαιμόνισσα θα παγιδευόταν μέσα στην πεντάλφα που κρυβόταν κάτω από το χαλί.
Η Έιμι χαμογέλασε και πέρασε μέσα, καθώς ο Ντιν της κρατούσε την πόρτα. Στο πρόσωπο του Ντιν σχηματίστηκε ένα χαμόγελο καθώς την έβλεπε να πατά πάνω στο χαλί και να πέφτει στην παγίδα του, όμως η χαρά αποδείχτηκε εφήμερη και το χαμόγελο έσβησε όταν είδε την Έιμι να περνά με χάρη την κρυμμένη διαβολοπαγίδα και να προχωράει προς το εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Ντιν για μια στιγμή τα έχασε. Τι, δεν είχαν άμυνα τώρα; Μήπως είχαν πέσει έξω και δεν ήταν δαίμονας εν τέλει; Αποκλείεται, είχαν βρει θειάφι παντού. Υποσυνείδητα, ο Ντιν κατέληξε στο χειρότερο πιθανό σενάριο: ένας πραγματικά υψηλόβαθμος δαίμονας που δεν μπορούσες να τον περιορίσεις σε μια πεντάλφα. Μετάφραση: ένας επικίνδυνος, θανατηφόρος δαίμονας. Κοίταξε για λίγο έξω πριν κλείσει την πόρτα, να σιγουρευτεί ότι ο Σαμ ήταν ακόμα στην Ιμπάλα. Η Έιμι γύρισε να τον κοιτάξει. «Όλα καλά;» τον ρώτησε.
«Ε; Ναι, ναι, πάρα πολύ καλά». Ο Ντιν έδωσε τον καλύτερό του εαυτό για να το παίξει άνετος, ενώ μέσα του ήλπιζε να τον προλάβει ο Σαμ πριν γίνει παιχνίδι για τα διαολόσκυλα για δεύτερη φορά. Αντανακλαστικά, έσφιξε στην παλάμη του το Πάλο Σάντο, που είχε πάνω του τόση ώρα, ώστε να σιγουρευτεί ότι ήταν ακόμα κρυμμένο και μπορούσε να το πιάσει εύκολα.
Η Έιμι δεν έδειχνε εχθρικές διαθέσεις παρόλα αυτά. Ίσως ούτε αυτή να ήταν σίγουρη αν την είχαν ανακαλύψει ή όχι. Ή ίσως να περίμενε την κατάλληλη στιγμή, τη στιγμή που και οι δύο Γουίντσεστερ θα ήταν μέσα στο σπίτι.
Ο Ντιν δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει την υπόλοιπη ώρα. Η πρόφαση που είχε χρησιμοποιήσει για να κάνει την Έιμι να έρθει σπίτι αφορούσε –τι άλλο;– εκείνη την πορτοκαλί γάτα, η οποία απουσίαζε μαζί με την ιδιοκτήτριά της εκείνη την ώρα. Προσφέρθηκε να της βάλει λίγο νερό, προσπαθώντας να ροκανίσει τον χρόνο.
Για μια στιγμή του πέρασε από το μυαλό να βάλει αγιασμό στο ποτήρι αντί για νερό, αλλά απέρριψε την ιδέα αμέσως. Κανείς δεν θα το διασκέδαζε αν η δαιμόνισσα είχε ανοσία. Ο αγιασμός δεν θα έκανε τίποτα –εκτός από το ότι θα την τσάντιζε– και θα τον άφηνε να αντιμετωπίσει την οργή ενός ισχυρού δαίμονα. Δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα.
Η Έιμι εντωμεταξύ είχε βολευτεί στο σαλόνι και περίμενε. Δεν έδειχνε να εκνευρίζεται καθόλου από την όλη κατάσταση, πράγμα που έκανε τον Ντιν να αναρωτιέται αν η κοπέλα τσαντιζόταν ποτέ. Δεν μπορούσε να την φανταστεί θυμωμένη με κάποιον. Για κανένα λόγο.
Ο Ντιν σκέφτηκε να προσπαθήσει με κάποιο τρόπο να κάνει σινιάλο στον Σαμ. Από την άλλη όμως, ήταν σίγουρος ότι ο Σαμ θα ανησυχούσε τόσο πολύ που θα ερχόταν πιο γρήγορα απ’ ότι είχαν συμφωνήσει. Στήριξε όλες του τις ελπίδες εκεί και αποδείχθηκε σωστός. Ο Σαμ ήταν στην πόρτα συντομότερα απ’ ό,τι τον περίμενε, γεμάτος αγωνία. «Ντιν; Είσαι καλά;»
«Σσστ. Είναι μέσα», έκανε χαμηλόφωνα ο Ντιν, γνέφοντας με το κεφάλι του προς το σαλόνι.
«Τι εννοείς;» Ο Σαμ επεξεργάστηκε την πληροφορία ξαφνιασμένος.
«Εσύ τι καταλαβαίνεις;» Ο Ντιν άρχιζε να χάνει την ψυχραιμία του.
«Νόμιζα πως είχες σχέδιο», έκανε ο Σαμ. Σήκωσε το χαλί για να σιγουρευτεί ότι η παγίδα ήταν στην θέση της και κοίταξε μπερδεμένος τον Ντιν.
«Ναι, και εγώ έτσι νόμιζα. Δεν ήξερα ότι είχα να κάνω με τον Τσακ Νόρρις των δαιμόνων».
Ο Σαμ έριξε στον Ντιν το βλέμμα δεν-έχω-ιδέα-τι-κάνουμε-τώρα. Ο Ντιν ανταπέδωσε. «Και τώρα;»
«Δεν ξέρω, ρε».
«Σε κάτι τέτοιες φάσεις, εύχομαι να είχαμε το Κολτ», είπε ο Σαμ νοσταλγικά, αναλογιζόμενος πόσο εύκολα τους την έφερε η Μπέλα. Η τελευταία φορά που είχαν πιάσει στα χέρια τους το όπλο από το 1835 που μπορούσε να σκοτώσει κυριολεκτικά τα πάντα ήταν περίπου ένα χρόνο πριν. Μετά το είχε κλέψει η Μπέλα και το είχε πουλήσει και τώρα βρισκόταν ένας θεός ήξερε πού. Ο Ντιν συμφώνησε σιωπηλά, το Κολτ θα τους έλυνε πολλά προβλήματα.
Είχαν αντιμετωπίσει τόσους και τόσους δαίμονες, και όχι μόνο. Τα είχαν βάλει με τόσα πλάσματα βγαλμένα από εφιάλτες, πλάσματα που μερικοί άνθρωποι δεν ήξεραν καν ότι υπάρχουν, για καλή τους τύχη. Ο Ντιν είχε πάει στην κόλαση. Μέχρι χθες πίστευε ότι δεν υπήρχε κάτι που να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν. Θα τα έπαιζε όλα για όλα.
«Σαμ, έχω το παλούκι μαζί μου». Η ύστατη επιλογή. Αν δεν έπιανε και αυτό, την είχαν βάψει.
«Ναι, θυμήσου να με ευχαριστήσεις μετά για αυτό», έκανε ο Σαμ.
Τα αδέρφια μπήκαν αποφασιστικά στο καθιστικό, αποφασισμένα να χρησιμοποιήσουν την τελευταία τους λύση.
«Σαμ, γεια!» Η Έιμι έλαμψε μόλις είδε τον Σαμ.
«Ναι, γεια». Ο Σαμ απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια.
Με αργές, επιφυλακτικές κινήσεις, ο Ντιν ακούμπησε τα ποτήρι με το νερό πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. «Ευχαριστώ», έκανε η Έιμι. Έπιασε το ποτήρι αργά και το έφερε στα χείλη της, ενώ ο Σαμ και ο Ντιν την κοίταζαν δύσπιστα. Όλη η λάμψη από το πρόσωπο και τα μαλλιά της Έιμι είχε εξαφανιστεί.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, η Έιμι με μια απότομη κίνηση είχε στείλει το ποτήρι στο πάτωμα. Ο χαρακτηριστικός ήχος ενός γυάλινου αντικειμένου που σπάει ακούστηκε και το ποτήρι έγινε χίλια κομμάτια, την στιγμή που το πάτωμα γέμισε νερά. Η Έιμι πετάχτηκε όρθια, σχεδόν ταυτόχρονα με τους Γουίνστεστερ, ο καθένας έτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Όλα τα υπόλοιπα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Ο Ντιν έσφιξε στην παλάμη του το Πάλο Σάντο και ετοιμάστηκε να το χρησιμοποιήσει, η Έιμι όμως παρέμεινε γαλήνια και έκλεισε τα μάτια της. Ο Σαμ κοίταξε τον Ντιν, αβέβαιος για το τι έπρεπε να κάνει, αλλά ο Ντιν δεν κάθισε να το σκεφτεί ούτε στιγμή. Πλησίασε την Έιμι με φόρα και ευθυγράμμισε το παλούκι με το στήθος της την στιγμή που η Έιμι άνοιξε τα μάτια της απότομα και τον κοίταξε επίμονα, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο γύρω της εκτός από εκείνον.
Ο Ντιν, σαν να χτύπησε πάνω σε έναν αόρατο τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω και το παλούκι πετάχτηκε μακριά. Η Έιμι συνέχιζε να τον κοιτάζει με απόλυτη συγκέντρωση, σπρώχνωντάς τον ακόμα πιο πίσω, χωρίς να τον αγγίζει καν. Καθώς ο Ντιν πισωπατούσε προς τον τοίχο χωρίς να έχει άλλη επιλογή, η Έιμι έκανε δυο-τρία βήματα προς τα μπροστά.
Η Έιμι χρησιμοποιούσε τηλεκίνηση –μια ικανότητα που είχαν όλοι οι δαίμονες. Όμως έδειχνε να καταβάλλει προσπάθεια, πράγμα που δεν είχε ξαναδεί ο Σαμ. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον Ντιν. Χρειαζόταν συγκέντρωση. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να της αποσπάσει την προσοχή. Με τα άριστα αντανακλαστικά του κυνηγού και το απαραίτητο θάρρος όρμησε στην Έιμι ακόμα και αν δεν είχε όπλο, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της.
Όπως το περίμενε, η Έιμι έχασε την συγκέντρωσή της και ο Ντιν ελευθερώθηκε από τα αόρατα δεσμά. Ο Σαμ προσπάθησε να ακινητοποιήσει την Έιμι, αλλά εκείνη τον κλώτσησε στο πόδι με όλη της την δύναμη. Τον πόνεσε αρκετά, αλλά έσφιξε τα δόντια του και την κράτησε ακόμα πιο δυνατά. Ο Ντιν ξαναέπιασε το Πάλο Σάντο στα χέρια του, και η Έιμι βλέποντάς τον, αγωνίστηκε για άλλη μια φορά να ξεφύγει από τον Σαμ, πιο έντονα. Τίναξε τον αγκώνα της προς τα πίσω, ανοίγοντας την μύτη του Σαμ και αναγκάζοντάς τον να την αφήσει. Ο Σαμ παραπάτησε προς τα πίσω προσπαθώντας να μείνει όρθιος και η Έιμι ξανασυγκεντρώθηκε στον Ντιν. Τα μάτια της πήραν ένα χρώμα τόσο γαλάζιο που θα έλεγες ότι ήταν καινούρια απόχρωση. Οι άκρες των χειλιών της τεντώθηκαν προς τα πάνω και με μια κίνηση των χεριών της, ο Ντιν βρισκόταν ξανά κολλημένος στον τοίχο.
Ο Σαμ ένιωθε το αίμα να κυλάει προς τα κάτω, προς τα χείλη του. Το χτύπημα ήταν δυνατό, τον είχε σχεδόν ζαλίσει. Είχε περάσει και χειρότερα όμως. Μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις έδωσε μια γερή σπρωξιά στην Έιμι, η οποία έπεσε πάνω στο τραπεζάκι του καφέ.
Ο Ντιν προσγειώθηκε πάνω στην πλάτη του μουγκρίζοντας. «Σκέψου γρήγορα», έκανε στον Σαμ και του πέταξε το παλούκι. Ο Σαμ ξαφνιάστηκε αλλά κατάφερε να το πιάσει στον αέρα.
Η Έιμι ξανασηκώθηκε και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον Σαμ, αλλά έκανε το λάθος να γυρίσει την πλάτη της στον Ντιν. Ο Ντιν την άρπαξε από τα χέρια της και τα κόλλησε πίσω από την πλάτη της• ο θώρακάς της ήταν πλέον εκτεθειμένος.
Ο Σαμ πλησίασε, κρατώντας σφιχτά το Πάλο Σάντο. Η Έιμι άφησε μια κραυγή καθώς πάλευε να ξεφύγει, αλλά ο Ντιν την κρατούσε γερά. Και τότε, πριν ακόμα προλάβει ο Σαμ να επιτεθεί, το δωμάτιο πλημμύρισε με μια άσπρη λάμψη, τόσο εκτυφλωτική που ο Σαμ ένιωσε ότι αν δεν έκλεινε τα μάτια του, θα τυφλωνόταν. Η λάμψη όμως ήταν τόσο δυνατή που περνούσε και μέσα από τα βλέφαρά του, αναγκάζοντάς τον να βάλει το χέρι του πάνω από τα μάτια του για να τα προστατέψει.
Η λάμψη συνοδευόταν από έναν εκκωφαντικό ήχο, που τους χτύπησε αμέσως μετά. Όπως σε μια καταιγίδα, που πρώτα βλέπεις την αστραπή και μετά ακούς την βροντή, ο ήχος υψηλής συχνότητας που τρυπούσε τα αυτιά όποιου τον άκουγε ήρθε μετά από λίγο. Ο Σαμ έπεσε κάτω, προσπαθώντας να καλύψει τα αυτιά του με τα χέρια του και κρατώντας τα μάτια του ερμητικά κλειστά. Και τότε, όσο ξαφνικά είχε ξεκινήσει ο ήχος, τόσο ξαφνικά σταμάτησε. Ο Σαμ κατάλαβε ότι η λάμψη σιγά σιγά εξασθενούσε και δειλά άνοιξε τα μάτια του. Τα πάντα ήταν λουσμένα σε ένα άσπρο φως, και ο Ντιν είχε πέσει κάτω, όπως και η Έιμι που έδειχνε το ίδιο ξαφνιασμένη.
Η λάμψη συγκεντρωνόταν προς ένα σημείο και σιγά σιγά έπαιρνε ένα σχήμα. Ο Ντιν, καθώς συνερχόταν, ακούμπησε στον αγκώνα του για να ανασηκωθεί από το πάτωμα και σηκώνοντας την παλάμη του άλλου χεριού του στα φρύδια του, σαν να προσπαθούσε να μπλοκάρει τον ήλιο, κοίταξε προς την πηγή του φωτός.
«Κας;»
Κεφάλαιο 7
Η γνώριμη μορφή του Καστιέλ –ή τουλάχιστον του δοχείου του– εμφανίστηκε μέσα από το φως. Η καμπαρντίνα του ήταν ξεκούμπωτη, ως συνήθως, αφήνοντας να φαίνεται η γαλάζια γραβάτα του που ταίριαζε απίστευτα με τα μάτια του. Γύρω του υπήρχαν σπασμένα γυαλιά, από τις λάμπες και τα τζάμια που δεν άντεξαν τον θόρυβο.
«Νωρίς ήρθαν οι ενισχύσεις», έκανε ειρωνικά ο Ντιν, αν και ήξερε ότι ο Καστιέλ δεν θα έπιανε τον σαρκασμό στην φωνή του.
Ο Καστιέλ, παραμένοντας γαλήνιος έκανε μερικά βήματα προς τα μπροστά και τέντωσε το χέρι του. «Ναι, ευχαριστώ, Κας», έκανε ο Ντιν και πήγε να στηριχτεί στο χέρι του Καστιέλ για να σηκωθεί, μόνο που προς μεγάλη του έκπληξη είδε τον Καστιέλ να βοηθάει την Έιμι να σηκωθεί αντί για εκείνον.
Η απαλή χροιά της φωνής του Καστιέλ γέμισε τον χώρο. «Λυπάμαι πολύ για αυτό. Αλλά έπρεπε να σταματήσετε».
«Σου έχω πει ότι δεν είναι και πολύ ευχάριστο αυτό, να το κάνεις λιγότερο συχνά, Κας.» Τα αυτιά του Ντιν ακόμα βούιζαν. Σηκώθηκε όρθιος.
Ο Σαμ σηκώθηκε επίσης όρθιος και τίναξε με το χέρι του το τζιν του. «Έχεις, εμ, μερικές εξηγήσεις να δώσεις», είπε στον Καστιέλ διστακτικά. Ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπε τον Καστιέλ και ακόμα δεν είχε συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι υπάρχουν άγγελοι. Και όμως, να που υπήρχαν και μάλιστα τώρα ένας από αυτούς είχε μπλεχτεί στα πόδια τους την ώρα που θα τελείωναν τη δουλειά.
«Επιτέλους. Λίγο ακόμα να αργούσες και όλο αυτό θα είχε λήξει άσχημα». Η Έιμι ήταν αυτή που είχε μιλήσει αυτή τη φορά, και απευθυνόταν στον Καστιέλ. Ήταν φανερά ενοχλημένη.
«Ώπα». Ο Ντιν έδειξε την Έιμι με το δάχτυλό του. «Σε ξέρει;»
«Η Αμαλία είναι πολεμίστρια της δικής μας πλευράς», είπε επίσημα ο Καστιέλ.
«Αμαλία; Έτσι σε λένε κανονικά; Είσαι άγγελος;» Ξαφνικά του Ντιν δεν του φαινόταν και τόσο περίεργο η Έιμι να είναι άγγελος. Ο τρόπος που προσπαθούσε να βοηθά τους πάντες, η περίεργη λάμψη που φαινόταν να εκπέμπει, το ότι πέρασε από την διαβολοπαγίδα έτσι απλά, το ότι δεν αντέδρασε στο Cristo…
«Νεφιλίμ, για την ακρίβεια» διόρθωσε η Έιμι.
«Ώπα, έχω άγνωστες λέξεις».
Ο Σαμ έσπευσε να εξηγήσει. «Μισοί άγγελοι, μισοί άνθρωποι. Αναφέρονται στην Αγία Γραφή ως τα παιδιά των Υιών του Θεού και των Κορών των Ανθρώπων».
«Δεν θα μπορούσες να γίνει πιο φυτούκλας, Σάμμυ».
Ο Σαμ χαμογέλασε με το ύφος απλά-έτυχε-να-το-ξέρω και σήκωσε τους ώμους του.
«Ώστε αυτό εννοούσες όταν έλεγες ότι ασχολείσαι με την επιβολή του νόμου». Ο Ντιν απορούσε πώς δεν είχε σκεφτει καθόλου αυτή την εκδοχή. Ξαφνικά του φαινόταν πολύ προφανές.
«Οι Νεφιλίμ είναι λιγότερο ισχυροί από τους αγγέλους», είπε ο Καστιέλ, κάνοντας τον Ντιν να νιώσει τυχερός που δεν υπάρχει άλλο πλάσμα τόσο ισχυρό όσο οι άγγελοι. Ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε.
Ο Ντιν αναρωτήθηκε αν η Έιμι χρειαζόταν δοχείο. «Και εσύ έχεις μπει στο σώμα κάποιου κακομοίρη;»
«Όχι, η κανονική μου μορφή είναι αυτό που βλέπετε».
«Σοβαρά; Γιατί, μερικές φορές, εχμ… λάμπεις». Ο Σαμ δεν μπορούσε να μην το επισημάνει.
«Και αυτό είναι όλο το πακέτο».
Ο Ντιν γέλασε. «Αρχίζω να την συμπαθώ πιο πολύ από σένα, Κας. Αυτή δεν μας σπάει τα τύμπανα κάθε φορά που προσπαθεί να μιλήσει».
Ο Καστιέλ χαμήλωσε το βλέμμα του χωρίς να κάνει κάποιο σχόλιο. Συνέχισε να μιλά για την Έιμι. «Η Αμαλία μπορεί να είναι Νεφιλίμ, αλλά έχει την ικανότητα να αντιμετωπίσει έναν δαίμονα».
Ο Ντιν διέκοψε. «Α, κατάλαβα, τη στείλατε να βγάλει αυτή το φίδι από την τρύπα. Γιατί δεν έρχεται κάποιος άγγελος, Κας; Θα έκανε πολύ καλύτερη δουλειά». Τα μάτια της Έιμι άστραψαν με θυμό μόλις άκουσε την τελευταία πρόταση.
«Δεν γνωρίζω. Ο Ουριήλ αυτές τις διαταγές είχε».
Ο Ντιν είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τους ανώτερους του Καστιέλ και ειδικά με τον Ουριήλ. Όλο βλακείες έκαναν. Είχαν τόσους αγγέλους πολεμιστές και έστελναν μια Νεφιλίμ, μόνη της. Σχεδόν σαν να ήθελαν να σκοτωθεί. Σαν να ήθελαν να μην τα καταφέρει.
«Κι αν τώρα πρόκειται για Σφραγίδα;» έκανε ο Σαμ. Να άλλο ένα ενδεχόμενο, χειρότερο, που ο Ντιν δεν είχε σκεφτεί. Θα έσπαγε η Σφραγίδα και θα ερχόταν η Αποκάλυψη. Θα έλεγε κανείς πως οι ανώτεροι του Καστιέλ σχεδόν ήθελαν να έρθει η Αποκάλυψη.
«Ο Ουριήλ δεν λογοδοτεί σε εμένα». Ο τόνος του Καστιέλ έκανε τα αδέρφια να καταλάβουν πως η συζήτηση έπρεπε να λήξει. Τώρα.
Ο Σαμ επικεντρώθηκε στο άλλο φλέγον θέμα. Στράφηκε στην Έιμι. «Ξέρεις ποιος είναι ο δαίμονας;»
«Ναι, είχα καταφέρει να την εντοπίσω, μόνο που με έχει δει και αυτή». Η Έιμι πρέπει να αναφερόταν στην φάση που της έπεσε το μενταγιόν. «Μετά άλλαξε δοχείο, και δεν μπορώ πλέον να την δω».
Οι άγγελοι και οι δαίμονες αναγνωρίζονταν μεταξύ τους, είχαν κάτι σαν «υπογραφή» στην αύρα τους που ανιχνευόταν μόνο από άλλα υπερφυσικά πλάσματα. Τα Νεφιλίμ κατά τα φαινόμενα δεν το έπιαναν αυτό. Ο Καστιέλ όμως μπορούσε να το δει.
«Κας;» Ο Ντιν κοίταξε τον Καστιέλ, ελπίζοντας να τους βοηθήσει.
«Λυπάμαι, Ντιν. Ο μόνος λόγος που ανακατεύτηκα είναι επειδή θα χάναμε μια από μας. Δεν μου επιτρέπεται να βοηθήσω άλλο. Συγνώμη».
«Γαμώτο, Κας, τι να την κάνω την συγνώμη; Θα σκοτωθούν πιο πολλοί άνθρωποι–» Ο Ντιν μιλούσε θυμωμένος, αλλά ο Καστιέλ είχε ήδη εξαφανιστεί. Μια βρισιά εκτοξεύτηκε στον αέρα.
Η εντύπωση που είχε ο Σαμ για τον Καστιέλ δεν ήταν και η καλύτερη. Δύο φορές είχαν συναντηθεί όλες κι όλες, αλλά και τις δυο φορές τον είχε απογοητεύσει. «Πάντα έτσι κάνει;»
Ο Ντιν ένευσε καταφατικά.
Η Έιμι καρφώθηκε στα αίματα στο μπλουζάκι του Σαμ. «Συγνώμη για αυτό», έκανε δειλά δείχνοντας το.
Ο Σαμ έπιασε την μπλούζα του και την τέντωσε προς τα κάτω, σκύβοντας το κεφάλι του για να δει τον λεκέ. «Μην ανησυχείς, έχω περάσει και χειρότερα».
«Έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Την επόμενη φορά, να κρύβεις το Πάλο Σάντο καλύτερα, Ντιν. Έκανε μπαμ».
«Ναι, θα το φροντίσω», έκανε ο Ντιν, προφέροντας την απάντησή του σαν να έλεγε «Βρε δεν μας παρατάς λέω ‘γω». Είχε εκνευριστεί πάρα πολύ με την ανικανότητα των ανώτερων του Καστιέλ να προστατέψουν έστω και μια μικρή περιοχή. Χρησιμοποιούσαν κάτι αναποτελεσματικές μεθόδους, η μια χειρότερη από την άλλη. Όχι ότι έφταιγε η Έιμι σε κάτι. Το μόνο που είχε να κάνει αυτή ήταν να δεχθεί την βοήθειά τους.
Η Έιμι απλά τους γύρισε την πλάτη και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο Ντιν μπορούσε να δει ότι ήταν εξίσου εκνευρισμένη, ότι ένιωθε σαν πιόνι στην μεγάλη Μονόπολι του Ουριήλ.
Ο Σαμ έχωσε τα χέρια του στην τσέπες του τζιν του, μια κίνηση που έκανε όταν είχε κουραστεί να τα έχει κρεμασμένα στα πλάγια του κορμιού του, και περπάτησε πάνω κάτω στο δωμάτιο προσπαθώντας να σκεφτεί την επόμενη κίνηση. Οι άκρες των δαχτύλων του άγγιξαν κάτι κρύο και μεταλλικό μέσα στην δεξιά του τσέπη. Το τράβηξε διακριτικά έξω. Ήταν το κέλτικο μενταγιόν της Έιμι.
Ο Ντιν το έπιασε αμέσως το μήνυμα και πήγε να βγει από το δωμάτιο. «Μην χρονιαστείς μόνο», ψιθύρισε στον Σαμ καθώς έφευγε.
Ο Σαμ τέντωσε τα αυτιά του για να ακούσει τα βήματα του Ντιν. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι ήταν αρκετά μακριά, πλησίασε την Έιμι. «Εμ, Έιμι…»
«Ναι;» Η Έιμι γύρισε τον κορμό της προς το μέρος του.
«Λογικά θα θέλεις αυτό πίσω». Σήκωσε ψηλά το χέρι του και άφησε το μενταγιόν να πέσει και να τεντώσει με το βάρος του το μαύρο σκοινάκι στο οποίο ήταν δεμένο.
Το πρόσωπο της Έιμι φωτίστηκε και σχηματίστηκε ένα από τα λαμπερά της χαμόγελα.
«Άσε με να το κάνω εγώ για σένα». Ο Σαμ μετακινήθηκε έτσι ώστε να βλέπει την πλάτη της Έιμι. Με αργές, απαλές κινήσεις μάζεψε με το χέρι του τα μαλλιά της και τα έριξε μπροστά από τον ώμο της. Η Έιμι στερέωσε μια τούφα πίσω από το αυτί της. Εκείνη την στιγμή έδειχνε να λάμπει πιο πολύ από ποτέ.
Ο Σαμ πέρασε το σκοινάκι μπροστά από τον λαιμό της Έιμι και μετά έφερε τις άκρες του στο πίσω μέρος του και τις έδεσε. Η Έιμι γύρισε να τον κοιτάξει, με το ένα χέρι της ακουμπισμένο πάνω στο μενταγιόν.
«Ευχαριστώ», του είπε.
Για λίγα δευτερόλεπτα έμειναν να κοιτάζονται, τα πρόσωπά τους κοντά το ένα στο άλλο. Η Έιμι άφησε το χέρι της να πέσει στο πλάι του κορμού της και ο Σαμ το έπιασε και έπλεξαν τα δάχτυλά τους. Και τότε η Έιμι σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε δειλά.
Την αμέσως επόμενη στιγμή απομακρύνθηκε ντροπαλά, αλλά ο Σαμ πέρασε το άλλο του χέρι πίσω από τον λαιμό της και την ξαναέφερε κοντά του. Αυτή την φορά την φίλησε εκείνος, και η Έιμι ανταποκρίθηκε, τυλίγοντας και αυτή τα χέρια της γύρω από τον δικό του λαιμό. Ο Σαμ μπορούσε να την νιώσει να χαμογελάει κάτω από το φιλί του.
Μια όχι και τόσο συνηθισμένη ομάδα είχε αρχίσει να σχηματίζεται.
Ο Σαμ και ο Ντιν, καθισμένοι στον καναπέ, παρακολουθούσαν με προσοχή την Έιμι που μοιραζόταν μαζί τους τις πληροφορίες που είχε για την δαιμόνισσα.
«Κυκλοφορεί με το όνομα Έλενα, απ’ όσο ξέρω. Αλλά αλλάζει συνεχώς δοχεία». Η Έιμι στράβωσε το στόμα της στο πλάι. «Επιπλέον, με έχει δει».
«Τότε δεν νομίζω να έχουμε πρόβλημα να την βρούμε. Δεν θα χρειαστεί καν να ψάξουμε», είπε ο Ντιν.
Ο Σαμ αναρωτήθηκε γιατί ο Ντιν το είχε προφέρει σαν να ήταν κάτι κακό. «Τι εννοείς;»
Η Έιμι είχε πιάσει αυτό που εννοούσε ο Ντιν. «Θα μας βρει αυτή».
Ο Ντιν χαμογέλασε. «Είναι εκπληκτικό πώς αυτή η κοπέλα πιάνει τα υπονοούμενα», έκανε. Η Έιμι ανταπέδωσε με ένα βλέμμα γεμάτο ειρωνεία.
«Γι’ αυτό πρέπει να την βρούμε εμείς πρώτοι». Ο Σαμ σηκώθηκε από τον καναπέ αποφασιστικά.
«Πού πας ρε;»
«Να κάνω ό,τι κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις. Θα πάρω τηλέφωνο τον Μπόμπι».
«Πώς να βοηθήσει ο Μπόμπι, ρε Σαμ;»
«Κάτι θα ξέρει». Το καλό που του θέλω, σκέφτηκε ο Σαμ από μέσα του.
«Είναι μακριά…» Η φωνή του Ντιν έσβησε καθώς ο Σαμ βγήκε από το δωμάτιο αγνοώντας τον. «Καλά, πάρ’ τον», φώναξε πιο δυνατά.
Ο Ντιν έμεινε να κοιτάζει αμήχανα την Έιμι, χωρίς να έχει κάτι να της πει. Ευχόταν ο Μπόμπι να τους έσωζε όπως έκανε πάντα, γιατί αλλιώς δεν είχε ιδέα τι θα έκαναν.
«Ποιος είναι ο Μπόμπι;» ρώτησε η Έιμι.
Ο Ντιν απάντησε βιαστικά και αδιάφορα. «Α, ένας άλλος κυνηγός είναι». Στην πραγματικότητα ήθελε να απαντήσει «Είναι σαν πατέρας μου», αλλά μισούσε αυτές τις συζητήσεις.
Κεφάλαιο 8
«Τέλεια».
Ο Μπόμπι είχε στήσει πάνω στο τραπέζι ένα τρίποδο εκκρεμές και τώρα το κοίταζε με ικανοποίηση. Από κάτω είχε βάλει έναν χάρτη της περιοχής.
Ο Ντιν επεξεργάστηκε την γυάλινη σφαίρα στην κορυφή του τρίποδου. Πάνω στο επίπεδο κομμάτι μετάλλου που την αγκάλιαζε μπορούσε να δει σκαλισμένη μια φράση σε μια αρχαία γλώσσα. Την προηγούμενη φορά που το είχε δει δεν είχε μπορέσει να δώσει και τόση πολλή σημασία στις λεπτομέρειες, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού του ήταν απασχολημένο με το ότι σε λίγες ώρες θα πέθαινε και θα πήγαινε στην κόλαση.
«Έτοιμο;» Ο Σαμ μπήκε στο δωμάτιο, χαλαρός. Είχε ξαναχρησιμοποιήσει το εκκρεμές όταν έψαχναν την Λίλιθ και ήταν σίγουρος ότι δούλευε. Σε λίγο όλα θα τελείωναν.
«Πανέτοιμο», είπε ο Μπόμπι.
«Πριν αρχίσεις να μιλάς στα λατινικά πάλι, αυτή είναι η Έιμι και είναι Νεφιλίμ. Έιμι, ο Μπόμπι».
Η Έιμι μπήκε στο δωμάτιο ακολουθώντας τον Σαμ. Η περίεργη λάμψη που εξέπεμπε φώτισε τον χώρο. Έδωσε το χέρι της στον Μπόμπι και χαμογέλασε. Έμοιαζε με διαφήμιση για οδοντόκρεμα.
Ο Μπόμπι ένευσε χαιρετώντας την, εντυπωσιασμένος, αλλά επανήλθε γρήγορα. «Χάρηκα. Και τώρα, δουλειά».
Ο Ντιν, ο Σαμ και η Έιμι έκαναν ένα βήμα πίσω καθώς ο Μπόμπι άρχισε να απαγγέλει στα λατινικά. Το εκκρεμές άρχισε να κινείται, διαγράφοντας κύκλους και ωοειδή σχήματα πάνω από τον χάρτη. Η φωνή του Μπόμπι όσο πήγαινε δυνάμωνε και γινόταν πιο έντονη, το εκκρεμές έκανε όλο και πιο γρήγορες κινήσεις. Η κλιμάκωση συνεχιζόταν, μέχρι που ο Σαμ και ο Ντιν άκουσαν τον Μπόμπι να λέει κάτι που έμοιαζε με «preas» και το εκκρεμές σταμάτησε να κινείται, δείχνοντας ένα συγκεκριμένο σημείο στον χάρτη.
«Εδώ είμαστε», έκανε ο Μπόμπι κα χαμογέλασε ικανοποιημένος. Και οι τέσσερις έσκυψαν για να δουν τι έγραφε ο χάρτης.
Ήταν μακριά από τα κεντρικά σημεία, αρκετά κοντά στο ποτάμι αλλά από την άλλη μεριά. Από τον πολιτικό χάρτη δεν μπορούσαν να καταλάβουν και πολλά, αλλά είχαν την οδό και αυτό τους ένοιαζε.
«Θα την σκοτώσουμε αυτή την σκύλα». Ο Ντιν είχε ακόμα πάνω του το Πάλο Σάντο. Το πήρε στα χέρια του και το στριφογύρισε μια-δυο φορές στην παλάμη του.
«Ήρεμα, τίγρη. Χρειαζόμαστε σχέδιο». Ο Μπόμπι κούνησε το κεφάλι του. «Τι σας μαθαίνω τόσα χρόνια; Βλαμμένοι».
Ο Σαμ και ο Ντιν χαμογέλασαν, γιατί ήξεραν ότι ο Μπόμπι το έλεγε με αγάπη.
«Χρειαζόμαστε; Θα έρθεις και εσύ;»
«Φυσικά και θα έρθω και εγώ».
«Η Έιμι θα μείνει έξω απ’ αυτό», έκανε ο Σαμ. Η Έιμι πήγε να αντιδράσει αλλά ο Σαμ συνέχισε. «Η δαίμονας θα το καταλάβει αν είναι κάπου κοντά».
Ο Ντιν επίσης συμφώνησε, εν μέρει επειδή υποστήριζε τον Σαμ και δεν ήθελε να ρισκάρει να χάσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Ένα κομμάτι του όμως φοβόταν ότι η Έιμι είχε εντολές, όπως ο Καστιέλ, και θα τους εμπόδιζε.
«Θα σας ακολουθήσω», είπε ο Μπόμπι και έβγαλε τα κλειδιά του από την τσέπη του. «Μην σταματάτε κάθε δυο λεπτά για κατούρημα».
Ο Ντιν, μετά από μισή ώρα οδήγησης σε χωματόδρομο, είχε αρχίσει να εκτιμά την άσφαλτο και τις ιδιότητές της. Είχε κουραστεί και ο ήλιος που ετοιμαζόταν να δύσει ήταν ακριβώς απέναντί του και τον τύφλωνε καθώς οδηγούσε. Όταν κοιτούσε στον καθρέφτη, μπορούσε να δει το αυτοκίνητο του Μπόμπι, ένα μπλε Φορντ F-350 του 1868, πίσω από την Ιμπάλα να αγκομαχά. Μπροστά του ο χωματόδρομος τελείωνε. Επιτέλους είχαν φτάσει στον προορισμό τους.
Τα αδέρφια Γουίντσεστερ τραντάχτηκαν μέσα στο αυτοκίνητο καθώς ο Ντιν οδήγησε την Ιμπάλα έξω από τον χωματόδρομο και πάνω στα χόρτα. Ο Μπόμπι τον αντέγραψε με λιγότερη άνεση, αλλά το Φορντ τα κατάφερε παρά τους θορύβους που έκανε. Ο Σαμ άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού ταυτόχρονα με τον Ντιν και κατευθύνθηκε προς το πορτ-μπαγκάζ/οπλοστάσιο.
Ο διπλός πάτος όπου φυλούσαν τα όπλα είχε μια κλειδαριά με κωδικό. Ο Σαμ σήκωσε το καπάκι του πορτ-μπαγκάζ και σχημάτισε το νούμερο για να ξεκλειδώσει το λουκέτο. 11-02-83. 2 Νοεμβρίου 1983. Η μέρα που ξεκίνησαν όλα.
Καθώς ήταν χωμένος μέσα στο πορτ-μπαγκάζ, άκουσε τον Ντιν να μιλάει έντονα, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε. Σήκωσε το κεφάλι του. «Ντιν; Όλα καλά;»
«Το περίμενα», έκανε ο Ντιν κουνώντας το κεφάλι του. Η Έιμι στεκόταν καμαρωτά μπροστά από τον Ντιν, ανάμεσα στα δυο αυτοκίνητα. Είχε σταυρώσει τα χέρια της πάνω στο στήθος της και επέμενε ότι θα την χρειάζονταν, ενώ ο Μπόμπι τους φώναζε να αφήσουν τον κοριτσοκαβγά για αργότερα.
Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να έρθει μαζί τους η Έιμι. Ο Σαμ κοίταξε γύρω του, μέσα στο πορτ-μπαγκάζ, μήπως του έρθει καμιά ιδέα.
Η ιδέα ήρθε, δεν ήταν ακριβώς η «μέση λύση» που θα ήθελε, αλλά αποφάσισε ότι του έκανε. Άρπαξε το αντικείμενο που χρειαζόταν και προχώρησε προς το μέρος της Έιμι.
Ο Ντιν κουνούσε έντονα τα χέρια του, όπως έκανε όταν προσπαθούσε να πείσει κάποιον για κάτι, μόνο που ο κάποιος –στην περίπτωσή μας, η Έιμι– δεν το καταλάβαινε και ο Ντιν εκνευριζόταν όλο και πιο πολύ. «Εντάξει, το πιάσαμε, θες να το παίξεις ηρωίδα της ημέρας. Την επόμενη φορά–»
Η Έιμι είχε σταματήσει να προσέχει αυτά που έλεγε ο Ντιν, κοίταζε τον Σαμ που ερχόταν προς το μέρος της. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν θυμωμένος ή όχι.
«Σαμ, εγώ–», ξεκίνησε να λέει, αλλά ο Σαμ την έπιασε από την μέση και την φίλησε χωρίς να πει κάτι άλλο.
Τα μάτια της Έιμι άνοιξαν διάπλατα καθώς ξαφνιάστηκε. Την έκπληξή της μοιράστηκαν ο Ντιν και ο Μπόμπι.
«Ουάου, Σαμ, δεν μας έχεις συνηθίσει σε κάτι τέτοια», σχολίασε ο Μπόμπι.
Ο Ντιν παραήταν μπερδεμένος για να πει οτιδήποτε. Στο πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί η ερώτηση «Θα ήθελες να μου εξηγήσεις τι στο καλό κάνεις;»
Ο Σαμ έσπρωξε την Έιμι προς τα πίσω μέχρι να ακουμπήσει πάνω στο μπλε Φορντ και πιάνοντας τα χέρια της, τα κατέβασε προς τα κάτω. Σταμάτησε να την φιλάει, αλλά δεν πήρε το πρόσωπό του μακριά από το δικό της.
«Συγνώμη», της ψιθύρισε.
Η Έιμι συνοφρυώθηκε. «Για ποιο πράγμα;»
«Για αυτό», έκανε ο Σαμ, και με μια γρήγορη κίνηση πέρασε στο χέρι της την χειροπέδα που είχε πάρει προηγουμένως από το πορτ-μπαγκάζ και την έκλεισε γύρω από το χερούλι την πόρτας του Φορντ. Έκανε πίσω δυο βήματα και την κοίταξε απολογητικά. «Έπρεπε με κάποιο τρόπο να σιγουρευτώ ότι θα μείνεις εδώ.»
Η Έιμι έδειχνε περισσότερο έκπληκτη, παρά τσαντισμένη. «Τι;»
Ο Ντιν δεν έχασε ευκαιρία. «Αυτό που ακούς».
Η Έιμι τον κοίταξε με θυμό, αλλά τελικά πήρε το ύφος δεν-αξίζει-να-ασχολούμαι. Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε.
«Η τηλεκίνησή σου, Νεφιλίμ, δεν θα δουλέψει. Ένας καλός μου φίλος μού έδειξε ένα σύμβολο που βοηθάει σε τέτοιες περιπτώσεις. Υπάρχουν ένα σωρό τέτοια άμα ψάξεις, τελικά. Ευχαριστώ, Μπόμπι», έκανε ο Ντιν.
«Δεν κάνει τίποτα».
«Όπως είπα, το περίμενα».
Η Έιμι τράβηξε νευρικά το χέρι της, λες και έτσι θα ελευθερωνόταν. «Σαμ, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Με χρειάζεστε».
«Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να μείνεις εδώ».
Η Έιμι εξέπνευσε απογοητευμένα. «Άντε, πάμε γιατί έχουμε και περπάτημα», έκανε ο Ντιν. Γύρισε για λίγο στην Έιμι. «Μην το πάρεις προσωπικά, οκέι;»
Η Έιμι, αντί να απαντήσει, τον κοίταξε μισοκλείνοντας θυμωμένα τα μάτια της.
Ο Ντιν αδιαφόρησε και ξεκίνησε να περπατά. Ο Μπόμπι τον ακολούθησε, και ο Σαμ κόλλησε και αυτός από πίσω τους. Πού και πού, ο Σαμ γύριζε το κεφάλι του προς τα πίσω και κοίταζε πάνω από τον ώμο του τα αυτοκίνητα και την Έιμι, μέχρι που απομακρύνθηκαν τόσο πολύ που δεν μπορούσε πλέον να τα δει.
Από μακριά, μέσα στο φως του σούρουπου, είδαν το κτήριο, αποκομμένο τα υπόλοιπα, στην μέση του πουθενά. Ήταν παλιό και δεν μπορούσαν να καταλάβουν σε τι χρησίμευε πριν καταντήσει έτσι. Έμοιαζε με κούτα, τετράγωνο και σκέτο, με πολλές εξωτερικές σκάλες. Έπαιζε να μην υπήρχε κανείς μέσα.
Ο Μπόμπι δεν ψάρωσε. «Άντε, πριγκίπισσες, τι κάθεστε και το κοιτάτε; Πάμε μέσα».
Ο Ντιν ήταν ο πρώτος που έφτασε στην πόρτα. Ο Σαμ και ο Μπόμπι ακολουθούσαν από πίσω, ήσυχα, με τα όπλα τους έξω, έτοιμοι για όλα. Ο Ντιν έκανε νόημα πως θα σπάσει την πόρτα και ο Σαμ ένευσε καταφατικά.
Ο Ντιν άρχισε να απομακρύνεται από την πόρτα για να πάρει φόρα. Έγειρε προς τα μπροστά και, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις του, έχωσε μια γερή κλωτσιά με το πόδι του στην κλειδαριά. Αντί να βρει αντίσταση στην πόρτα όμως, ο Ντιν βρέθηκε προσγειωμένος στο πάτωμα.
«Ήταν ήδη ξεκλείδωτη;!» έκανε ο Σαμ έκπληκτος. Ο Ντιν σηκώθηκε από το πάτωμα και τίναξε το δερμάτινό του με το χέρι του φτύνοντας μια βρισιά.
Η πόρτα είχε χτυπήσει στον τοίχο πίσω της, κάνοντας θόρυβο. Αντίλαλος ακούστηκε μέσα από το κτήριο. Δεν υπήρχε κανείς μέσα. Τίποτα απολύτως. Ο Σαμ, ο Ντιν και ο Μπόμπι είχαν προετοιμαστεί για τα πάντα, αλλά όχι για το τίποτα.
Το φως που έμπαινε από τους φωταγωγούς που βρίσκονταν ψηλά στους τοίχους, κοντά στο ταβάνι τους επέτρεπε να ρίξουν μια πιο προσεκτική ματιά μέσα. Το ταβάνι, κάπου στην μέση κοβόταν, αφήνοντας να φαίνονται οι πάνω όροφοι και ένα σωρό μεταλλικές σκάλες που τους συνέδεαν μεταξύ τους. Γύρω γύρω από το κενό υπήρχαν κάγκελα για να αποτρέπουν την οποιαδήποτε πιθανή πτώση. Σαν εσωτερικό μπαλκόνι ένα πράγμα.
Οι Γουίντσεστερ και ο Μπόμπι αποφάσισαν να κάνουν μερικά βήματα πιο μέσα. Το μόνο που άκουγαν όμως ήταν η ηχώ των δικών τους βημάτων.
«Λοιπόν, ίσως δεν είναι σπίτι», έκανε ο Μπόμπι ανασηκώνοντας του ώμους του. Η φωνή του αντήχησε σε όλο το κτήριο.
Μια γυναικεία φωνή γεμάτη ειρωνεία και κακία κατέκλυσε τον χώρο. «Ίσως, πάλι, να κάνεις λάθος».
Οι τρεις κυνηγοί γύρισαν απότομα τα κεφάλια τους, έτοιμοι να χτυπήσουν αυτήν που είχε μιλήσει, αλλά ήταν αδύνατον να καταλάβεις από πού ερχόταν η φωνή. Η πόρτα πίσω τους έκλεισε απότομα, με έναν δυνατό ήχο που έκανε και τους τρεις να αναπηδήσουν.
«Βγες έξω, σκύλα», έκανε ο Ντιν απειλητικά. Ο Μπόμπι και ο Σαμ προσπάθησαν να καλύψουν τον Ντιν από πίσω και ταυτόχρονα ο ένας τον άλλο. Τα αντανακλαστικά τους αντιδρούσαν στον παραμικρό θόρυβο.
«Χαλαρώστε, αγόρια, εδώ είμαι». Τακούνια που χτυπάνε στο πάτωμα ακουστήκαν και σχεδόν από το πουθενά, μια ψηλή, μελαχρινή, ελκυστική κοπέλα εμφανίστηκε. Έδειχνε πολύ ευάλωτη μπροστά στους κυνηγούς, αλλά όλοι ήξεραν ότι ήταν πολύ πιο δυνατή απ’ ό,τι έδειχνε. Στάθηκε μπροστά τους σταυρώνοντας τα χέρια της πάνω από την μαύρη, στενή μπλούζα που φορούσε και χαμογέλασε με κακία.
Ο Ντιν την έφτανε με τρία βήματα. Έσφιξε το Πάλο Σάντο στο χέρι του και ετοιμάστηκε να χιμήξει. «Αρκετούς ανθρώπους ξεπάστρεψες. Σειρά μου τώρα».
«Ντιν, όχι–»
Ήταν γρήγορος και η δαίμονας δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει τηλεκίνηση και να τον στείλει στην άλλη άκρη του δωματίου. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να αποκρούσει την επίθεση. Τινάζοντας το χέρι της σαν οχιά, έπιασε εγκαίρως τον Ντιν από τον καρπό και τον ανάγκασε να στρίψει το παλούκι προς το μέρος του. Την ίδια στιγμή που ο Ντιν πάλευε να ξαναστρέψει το παλούκι προς την δαιμόνισσα, άλλοι δυο δαίμονες εμφανίστηκαν από το πουθενά για να απασχολήσουν τον Σαμ και τον Μπόμπι.
Ο Μπόμπι έχωσε το Πάλο Σάντο του στο πόδι του αντιπάλου του και το τράβηξε ξανά έξω. Ο δαίμονας ούρλιαξε, αλλά δεν εγκατέλειψε το δοχείο του. Χωρίς να πτοηθεί, χρησιμοποίησε την τηλεκίνηση και εκτόξευσε τον Μπόμπι λίγα μέτρα μακριά.
Ο Σαμ, εντωμεταξύ, δεν τα πήγαινε καλύτερα. Ο αντίπαλός του είχε καταφέρει να του σπάσει το Πάλο Σάντο με μια κλωτσιά, και είχε μείνει άοπλος. Ο δαίμονας, χαμογελώντας, ετοιμαζόταν να τον πετάξει πάνω στον τοίχο, όταν ο Σαμ συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να προδώσει τον Ντιν και να αθετήσει την υπόσχεσή του. Τέντωσε το δεξί του χέρι μπροστά και έβαλε το αριστερό κοντά στο μέτωπό του. Η ζωή του ήταν σε κίνδυνο και θα σωζόταν χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις του.
Η πληγή που είχε καταφέρει να ανοίξει ο Μπόμπι στο πόδι του αντιπάλου του, έκανε τον δαίμονα ανίκανο να κρατήσει τον Μπόμπι μακριά για αρκετή ώρα. Ο Μπόμπι είχε ξανά το πάνω χέρι. Άρπαξε το Πάλο Σάντο και ετοιμάστηκε να αποτελειώσει τον αντίπαλό του.
Ο Σαμ συγκεντρώθηκε στον δαίμονα και άνοιξε την παλάμη του δεξιού του χεριού. Ο δαίμονας αμέσως διπλώθηκε σε εμβρυακή στάση. Ο Σαμ κατέβαλλε λίγη παραπάνω προσπάθεια και ο δαίμονας άρχισε να βήχει. Λίγο ακόμα και θα τον εξόρκιζε. Λίγη παραπάνω προσπάθεια…
Και τότε, στο σημείο που χρειαζόταν την περισσότερη συγκέντρωση, άκουσε την κραυγή του Ντιν, και μετά τον δραματικό αντίλαλό της. Ανησυχία για τον αδερφό του τον κατέκλυσε. «Ντιν;!» φώναξε, γυρνώντας το κεφάλι του προς τα εκεί που λάμβανε χώρα η άλλη μάχη. Μόνο για μια στιγμή άφησε τον δαίμονα να χαλαρώσει. Πρόλαβε φευγαλέα να δει το πρόσωπο του Ντιν, γεμάτο αίμα, αλλά δεν πρόλαβε να δει ούτε αν ήταν δικό του, ούτε αν κέρδιζε. Την επόμενη στιγμή ο αντίπαλός του τον είχε πετάξει με την πλάτη πάνω στον τοίχο.
Ο Ντιν δεν μπήκε καν στον κόπο να κοιτάξει την πρόσφατη πληγή που είχε καταφέρει να του κάνει η δαιμόνισσα, ακόμα και αν τον είχε πονέσει τόσο πολύ που είχε ουρλιάξει. Είχε έναν στόχο, και θα τον πετύχαινε. Το Πάλο Σάντο ήταν στο χέρι του και είχε ανοιχτή βολή. Ετοιμαζόταν να την χτυπήσει, όταν άκουσε τον Σαμ να φωνάζει το όνομά του, και αυτό αρκούσε για να του αποσπάσει την προσοχή. Κοίταξε πάνω και είδε τον Σαμ να πέφτει με φόρα πάνω στον τοίχο και μετά να προσγειώνεται με την πλάτη στο πάτωμα. «Σαμ!» φώναξε ενστικτωδώς, με αγωνία. Η δαιμόνισσα τον χτύπησε στο κεφάλι, και το επόμενο πράγμα που ήξερε ο Ντιν ήταν ότι όλα σκοτείνιασαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν η ηχώ της φωνής του.
Κεφάλαιο 9
Ο Ντιν άνοιξε τα μάτια του. Αρχικά σκέφτηκε πόσο άβολη ήταν η στάση που τον είχε πάρει ο ύπνος και πήγε να τεντωθεί. Άκυρο• ήταν δεμένος σε μια καρέκλα. Στο πάτωμα υπήρχαν αίματα. Ξαφνικά θυμήθηκε τα πάντα. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να αναζητήσει τον αδερφό του. «Σαμ; Σάμμυ!»
Πάνω από τον αντίλαλο ακούστηκε η φωνή της δαιμόνισσας, σαρκαστική. «Καιρός ήταν, ωραία κοιμωμένη.» Τον κοίταζε από τον πρώτο όροφο. Είχε ακουμπήσει τα χέρια της στα κάγκελα και στηριζόταν επάνω τους.
«Που είναι ο Σαμ και ο Μπόμπι, σκύλα;»
«Χαλάρωσε, εδώ είναι». Σήκωσε το χέρι της στον αέρα και χτύπησε τα δάχτυλά της. Οι άλλοι δυο δαίμονες εμφανίστηκαν, κρατώντας μπροστά τους ο ένας τον Σαμ και ο άλλος τον Μπόμπι, φιμωμένους, αλλά ευτυχώς ζωντανούς και ακέραιους. Τους ανάγκασαν να προχωρήσουν μπροστά και να σταθούν απέναντι από τον Ντιν.
«Πώς σου φαίνεται Ντιν αυτή η οπτική γωνία; Πολλές φορές έχεις παγιδέψει με αυτόν τον τρόπο κάποιον δαίμονα, και τώρα, τι ειρωνεία, εσύ είσαι αυτός που βρίσκεται δεμένος σε μια καρέκλα». Η δαιμόνισσα γέλασε σαν να είχε μόλις ακούσει ένα καλό αστείο και συνέχισε τον ψυχολογικό πόλεμο.
«Θα το απολαύσω πολύ όταν θα τους σκοτώσω, Ντιν. Αλλά πρώτα θέλω να μου κάνουν μια εξυπηρέτηση». Ο Ντιν ξεροκατάπιε. Αυτό δεν ακουγόταν καλό.
«Βλέπεις, Ντιν, ο μικρός Σάμμυ είχε δίκιο από την αρχή». Η δαιμόνισσα άρχισε να κατεβαίνει την σκάλα για να φτάσει στον Ντιν. «Αυτό είναι όντως μια Σφραγίδα. Και όταν σπάσει, ο Λούσιφερ θα με ανταμείψει πλουσιοπάροχα».
«Μην τον λες Σάμμυ, σκύλα».
Η δαιμόνισσα τον αγνόησε. «Πρέπει να πεθάνουν έξι πρωτότοκοι γιοι εξορκιστών». Να πώς συνδέονταν οι στόχοι μεταξύ τους. «Σου φαίνεται απλό, αλλά ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να βρεις κάποιον εξορκιστή με παιδιά; Ποιον άλλο κυνηγό ξέρεις που να έχει κάνει οικογένεια εκτός από τον μπαμπά σου, Ντιν;»
Ο Ντιν ήξερε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. «Γιατί έμπαινες μέσα τους, τότε; Έχει πιο πλάκα να τους σκοτώνεις έτσι;» Τώρα ο Ντιν σχεδόν φώναζε.
«Ακόμα μια δυσκολία στην όλη υπόθεση: πρέπει να το κάνεις εσύ στον εαυτό σου, Ντιν. Το ξεπέρασα όμως». Πριν συνεχίσει, η δαιμόνισσα χάρισε στον Ντιν ένα σατανικό χαμόγελο. «Τους έπεισα ότι αν αυτοκτονούσαν, θα έφευγα από το κεφάλι τους και θα τους άφηνα ήσυχους».
Ο Ντιν αναλογίστηκε πόσο απαίσια πλάσματα ήταν αυτά που κυνηγούσε και αηδίασε. Ήταν η σειρά του να χαμογελάσει όμως. «Δεν μπορείς να μπεις μέσα σε εμένα, σκύλα». Μετά από μια περιπέτεια του Σαμ με μια άλλη δαιμόνισσα, την Μεγκ, τα αδέρφια Γουίντσεστερ είχαν κάνει δυο πεντάλφες τατουάζ –σύμβολο που δεν επέτρεπε στον δαίμονα να σε χρησιμοποιήσει σαν δοχείο.
Η δαιμόνισσα πήρε μια προσποιητή, θλιμμένη έκφραση. «Αυτό είναι αλήθεια, Ντιν». Αμέσως όμως το βλέμμα της άστραψε. «Αλλά δεν χρειάζεται. Βλέπεις, ο αδερφός σου κάνει πολύ απλά τα πράγματα για μένα». Περπάτησε προς τον Σαμ. «Θα ήταν πολύ κρίμα να καταστρέψω αυτή την όμορφη φατσούλα, έτσι;» Η δαιμόνισσα διέτρεξε με το έξω μέρος της παλάμης της τα ζυγωματικά του Σαμ, ενώ ο Σαμ έκανε μια κίνηση για να απομακρυνθεί. «Ευτυχώς όμως, θα με παρηγορήσει η ανταμοιβή του Λούσιφερ.»
Το χέρι της τινάχτηκε σαν φίδι που επιτίθεται και το πρόσωπο του Σαμ γέμισε αίματα. Η μύτη του είχε ανοίξει για δεύτερη φορά.
«Καλύτερα να δώσεις τώρα την συγκατάθεσή σου, Ντιν. Είναι κρίμα να υποφέρουν τόσο πολύ αυτοί οι δύο εξαιτίας σου». Η δαιμόνισσα έριξε ακόμα μια μπουνιά στον Σαμ και κατάφερε να του ανοίξει και το χείλος.
Ο Ντιν την κοίταξε με θυμό. «Αν τους ακουμπήσεις, πέθανες.»
«Όχι, Ντιν, εσύ θα πεθάνεις. Θα πας στην κόλαση ξανά. Έχεις λείψει πολύ σε όλους εκεί κάτω. Θυμάσαι τον Άλιστερ; Στέλνει χαιρετίσματα».
Ο Ντιν ξεροκατάπιε. Ο Άλιστερ ήταν τρομακτικός, όμως η δαιμόνισσα είχε προκαλέσει ένα άλλο πράγμα που φοβόταν πιο πολύ. Μπορούσε να νιώσει το βλέμμα του Σαμ επάνω του, επικριτικό καθώς οι υποψίες του ότι ο Ντιν θυμόταν την κόλαση έμοιαζαν να επιβεβαιώνονται. Δοκίμασε να το αρνηθεί για να ελαφρύνει την θέση του. «Όχι, δεν τον θυμάμαι».
Η δαιμόνισσα τον πλησίασε και έσκυψε στο αυτί του. «Και οι δύο ξέρουμε ότι τον θυμάσαι. Και εκείνον και όλη την κόλαση. Ο μπαμπάς σου θα ήταν πολύ περήφανος αν μάθαινε τι έκανες εκεί κάτω», ψιθύρισε.
«Σκάσε», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει ο Ντιν. Οι φλέβες στον λαιμό του είχαν γίνει έντονες και πετάχτηκαν έξω καθώς έφτυσε την λέξη με θυμό. Στην πραγματικότητα, απλά είχε μεταμφιέσει την απόγνωσή του.
«Πώς τολμάς;» φώναξε η δαιμόνισσα έξαλλη. Ο Ντιν άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει στον ίδιο τόνο, αλλά η δαιμόνισσα δεν απευθυνόταν σε εκείνον. Είχε γυρίσει προς την πόρτα, σαν να περίμενε κάποιον να έρθει. «Δεν σου έφτανε μία ήττα;»
Η πόρτα άνοιξε από μόνη της. «Γεια, Έλενα. Ήρθα να πάρω τη ρεβάνς». Η Έιμι στεκόταν στην κάσα της πόρτας κρατώντας κάτι μικρό και στρογγυλό στο ένα της χέρι. Πριν προλάβει οποιοσδήποτε να αντιδράσει, η Έιμι σήκωσε πάνω από το κεφάλι της το αντικείμενο που κρατούσε και το εκτόξευσε πάνω στην Έλενα.
Η Έλενα έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή καθώς η μπάλα έσκασε επάνω της. Πάνω στο δέρμα του δοχείου της άρχισαν να σχηματίζονται μικρά εγκαύματα. Αγιασμός.
Η Έιμι έτρεξε προς τον Σαμ, αλλά ο τύπος που τον φυλούσε μπήκε ανάμεσά τους. «Μέχρι εδώ, κοριτσάκι», είπε και την έπιασε από τον καρπό. Η Έιμι μισοέκλεισε τα μάτια της απειλητικά. Ο δαίμονας πίεσε το χέρι της προς τα πίσω αλλά η Έιμι το έστριψε απότομα προς την άλλη μεριά και του γλίστρησε. Τέντωσε το άλλο χέρι της προς την πλάτη της και έβγαλε ένα Πάλο Σάντο. Με επιδέξιες κινήσεις, τραυμάτισε τον δαίμονα στην κοιλιά.
Ο δαίμονας σωριάστηκε στο πάτωμα σφαδάζοντας από τον πόνο. Το δοχείο θα πέθαινε και δεν υπήρχε τρόπος να σωθεί. Ο δαίμονας διάλεξε την εύκολη λύση. Καθώς ψυχορραγούσε, το στόμα του δοχείου άνοιξε διάπλατα και ο δαίμονας βγήκε έξω με την μορφή καπνού. Ο ξενιστής πέθανε ακαριαία.
«Το σκορ είναι 1-1, Έλενα», είπε η Έιμι και έβγαλε το μαντήλι που χρησίμευε ως φίμωτρο από το στόμα του Σαμ. Μετά χαμήλωσε και έκανε την αρχή για να λυθεί ο κόμπος του σχοινιού στα χέρια του Σαμ.
«Έιμι, κάνε γρήγορα», έκανε ο Σαμ με επείγον τόνο. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στον άλλο δαίμονα που είχε παρατήσει τον Μπόμπι, πετώντας τον πάνω στον τοίχο και αφήνοντάς τον να προσγειωθεί ανώμαλα, και ερχόταν προς την Έιμι.
Η Έιμι σταμάτησε να κινείται, έμεινε να κοιτάζει το κενό πίσω από τον Σαμ. «Έιμι, τι κάνεις;» Ο δαίμονας όλο και πλησίαζε και η Έιμι δεν αντιδρούσε. «Έιμι, σε παρακαλώ».
Ο Ντιν κοίταζε μια τον δαίμονα που πλησίαζε και μια την Έιμι που είχε κολλήσει στο κενό. Η Έλενα άρχισε να γελάει.
«Εσύ το κάνεις αυτό;» Η φωνή του Ντιν είχε φτάσει ξανά ένα σημείο πριν το ουρλιαχτό.
Η Έλενα σταμάτησε να γελάει απότομα και τον κοίταξε. «Μακάρι να ήμουν εγώ. Αλλά με βολεύει απίστευτα πολύ». Η ηχώ αντήχησε, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την τελευταία λέξη της Έλενας.
«Έιμι!», φώναξε ο Ντιν, σε μια τελευταία προσπάθεια.
«Πολύ αργά», έκανε θριαμβευτικά η Έλενα, την ώρα που το τσιράκι της έκανε κεφαλοκλείδωμα στην Έιμι. Η Έιμι και πάλι δεν έδειχνε να έχει επαφή με την πραγματικότητα.
Η Έλενα τίναξε το κεφάλι της προς τα πάνω. «Αντίο, Αμαλία».
Ο δαίμονας ετοιμάστηκε να της σπάσει τον λαιμό. Η Έιμι ξαφνικά επανήλθε και τα μάτια της εστίασαν ξανά. Παρέμεινε γαλήνια όμως και δεν κουνήθηκε. Ξαφνικά, ο δαίμονας που την είχε παγιδέψει στην αγκαλιά του έβηξε δυο τρεις φορές και κατέρρευσε στο πάτωμα. Τα μάτια του άρχισαν να αναβοσβήνουν σαν μια λάμπα που καίγεται, μέχρι που έμειναν κενά.
Ο δαίμονας δεν ανέπνεε. Το Πάλο Σάντο που κρατούσε η Έιμι προηγουμένως είχε διαπεράσει τα πλευρά του και τον είχε βρει στην καρδιά. Η Έιμι προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την τηλεκίνησή της όλη αυτή την ώρα.
«Ποτέ μην αφήνεις κάποιον άλλο να κάνει την δουλειά που θα έπρεπε να κάνεις εσύ», μουρμούρισε η Έλενα και προχώρησε προς την Έιμι. Ο Σαμ, εντωμεταξύ, είχε καταφέρει να συνεχίσει το έργο της Έιμι και να λυθεί. Πέταξε το σχοινί στα πόδια του και έτρεξε προς την Έιμι, μπαίνοντας ανάμεσα σε αυτήν και στην Έλενα.
Ο Σαμ ένιωθε το βλέμμα του Ντιν επάνω του να παρακολουθεί με αγωνία χωρίς να μπορεί να βοηθήσει. Δεν ήθελε να σπάσει την υπόσχεση που είχε δώσει ότι δεν θα χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του.
Η Έλενα χαμογέλασε σατανικά. «Αν νομίζετε πως χρειάζομαι τους άλλους κάνετε λάθος». Τέντωσε το αριστερό της χέρι μπροστά και ο Σαμ έφυγε με φόρα για να χτυπήσει πάνω σε κάποιον τοίχο.
Η Έιμι άφησε μια κραυγή αγωνίας καθώς είδε τον Σαμ να κοπάναει στον τοίχο. Κοίταξε την Έλενα• τα μάτια της είχαν γίνει μαύρα.
«Αμαλία, δεν έπρεπε να ανακατευτείς από την αρχή», έκανε η Έλενα. «Τώρα θα συναντηθείς με τον πατέρα σου». Το άλλο της χέρι σηκώθηκε απειλητικά και στόχευσε την Έιμι.
Η Έιμι έμοιαζε να συγκεντρώνεται, μάλλον για να αντικρούσει την επίθεση της Έλενας. Πριν προλάβει καμιά τους να κάνει κάτι όμως, τα μάτια της Έλενας φωτίστηκαν πορτοκαλί και άρχισαν να αναβοσβήνουν, φωτίζοντας το δέρμα της από μέσα και αφήνοντας το κρανίο της να διαγράφεται σαν μια μαύρη σκιά.
Η Έλενα σωριάστηκε στο πάτωμα, και από πίσω της φάνηκε ο Μπόμπι, με τα χέρια ακόμα δεμένα να κρατά γερά το Πάλο Σάντο. «Αυτό για να μάθεις να με υποτιμάς», μουρμούρισε.
Ο Σαμ έπεσε κάτω και η Έιμι έτρεξε προς το μέρος του και τον βοήθησε να σηκωθεί.
Η ηχώ της κραυγής της Έλενας εξασθενούσε σιγά σιγά και όλα ξαφνικά φαίνονταν πολύ ήσυχα. Ο Σαμ ανέπνεε γρήγορα και δυνατά, ο θώρακάς του ανεβοκατέβαινε προσπαθώντας να απορροφήσει την ένταση της στιγμής.
Ο Σαμ μόλις συνειδητοποίησε ότι η απειλή είχε εξαφανιστεί, έτρεξε προς τον Ντιν. Έλυσε πρώτα το ένα του χέρι και μετά το άλλο, και μετά βοήθησε τον Μπόμπι. Ο Ντιν μόλις ελευθερώθηκε έτριψε τους καρπούς του για να ξεμουδιάσουν.
«Σαμ…», έκανε και πήγε κοντά στον αδερφό του. Με το χέρι του τράβηξε τις μπροστινές τούφες των μαλλιών του Σαμ προς τα πάνω για να επεξεργαστεί το πρόσωπό του. Το αίμα έτρεχε από το πλάι του στόματός του και από την μύτη του. Ο Ντιν έβρισε ξανά την Έλενα, αν και δεν ήταν εκεί για να τον ακούσει.
«Ντιν, είναι οκέι», έκανε ο Σαμ και έσπρωξε το χέρι του Ντιν προς τα κάτω.
Ο Ντιν πλησίασε την Έιμι. «Χειροβομβίδα αγιασμού; Εντυπωσιάστηκα», σχολίασε και η Έιμι του χαμογέλασε αδύναμα.
«Πώς λύθηκες;», τη ρώτησε ο Σαμ.
Η Έιμι τράβηξε ένα τσιμπιδάκι από τα μαλλιά της και το κούνησε θριαμβευτικά μπροστά στο πρόσωπο του Σαμ.
«Και μετά είπες να σηκώσεις και το υπόλοιπο οπλοστάσιο στο πορτ-μπαγκάζ», έκανε ο Μπόμπι.
«Ωχ». Ο Ντιν συνειδητοποίησε πού είχε βρει η Έιμι το Πάλο Σάντο. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν πείραξες το αυτοκίνητό μου».
Η Έιμι ανασήκωσε τους ώμους την και τον κοίταξε χαμογελώντας απολογητικά.
«Το οδήγησες μέχρι εδώ; Ω, γαμώτο». Ο Ντιν έτρεξε έξω για να βρει την Ιμπάλα. Ο Μπόμπι έτρεξε πίσω του και ο Σαμ και η Έιμι τους ακολούθησαν.
Η μούρη της Ιμπάλα έδειχνε εντάξει, αλλά μόλις ο Ντιν έκανε τον κύκλο της, είδε το καπό του πορτ-μπαγκάζ γεμάτο λακκούβες και βαθουλώματα. «Καλά, με τι το χτύπησες;»
«Σήκωσα μια πέτρα…»
«Ω, γαμώτο.»
«Έι, μόλις έσωσα τα τομάρια σας, οκέι;»
Ο Ντιν δεν απάντησε, άνοιξε την πόρτα του οδηγού και μπήκε μέσα. Το παράθυρο έλειπε και τα καλώδια κάτω από το τιμόνι ήταν τελείως ξεχαρβαλωμένα. Τουλάχιστον η Έιμι είχε την ευσυνειδησία να σπάσει το παράθυρο, που θα το αντικαθιστούσε πιο εύκολα απ’ ότι την πόρτα.
Ο Μπόμπι κάθισε πίσω από τον Ντιν. Ο Σαμ βοήθησε την Έιμι να κάτσει στο πίσω κάθισμα και ο ίδιος μπήκε στην θέση του συνοδηγού.
Ο Ντιν άρχισε να κάνει όπισθεν με τα μάτια του καρφωμένα μπροστά. Πάτησε το γκάζι τέρμα ώστε να αναπτύξει αρκετή ταχύτητα και έκοψε το τιμόνι απότομα δεξιά, τραβώντας το χειρόφρενο. Το αυτοκίνητο, με την φόρα που είχε πάρει κατάφερε να στρίψει γύρω από τον πίσω τροχό. Αφού ολοκλήρωσε στροφή 180 μοιρών, ο Ντιν κατέβασε το χειρόφρενο και πάτησε γκάζι για να φύγει μπροστά.
Κεφάλαιο 10
Ο Σαμ έχωσε το λάπτοπ του μέσα στην τσάντα του και παίρνοντάς την στον ώμο του, κοίταξε γύρω για να σιγουρευτεί ότι δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Συνήθιζε να διπλοτσεκάρει για να μην αφήσει πίσω πράγματα όπως αλατιέρες και καρφωθεί, αλλά τώρα δεν ήταν σε κανένα φτηνιάρικο μοτέλ. Στεναχωριόταν λίγο που θα άφηνε αυτό το σπίτι και τις τηγανίτες της κυρίας ΜακΚόι και θα επέστρεφε ξανά στα αισχρά μοτέλ, αλλά έτσι ήταν η δουλειά.
Κατέβηκε την σκάλα, βγήκε έξω και κουβάλησε την τσάντα του μέχρι την Ιμπάλα. Ο Ντιν είχε δεχτεί να την οδηγήσει με τα βαθουλώματα στο καπό, μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο Σαμ ήξερε ότι ο Ντιν θα σταματούσε στο κοντινότερο συνεργείο με την πρώτη ευκαιρία.
Έριξε την τσάντα του στο πίσω κάθισμα και πλησίασε τον Ντιν, τον Μπόμπι και την Έιμι που μιλούσαν λίγο πιο δίπλα,
«Σοβαρά, Ντιν; Σου κατάστρεψε το αυτοκίνητο και της μιλάς ακόμα;» Γύρισε στην Έιμι. «Πρέπει να σε συμπαθεί πάρα πολύ. Εμένα θα με είχε σκοτώσει.»
Η Έιμι γέλασε. «Μου αρέσει το θάρρος της», έκανε ο Ντιν.
Η κυρία ΜακΚόι βγήκε έξω κρατώντας στα χέρια της ένα μικρό πακέτο, τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο. «Σας έφτιαξα αυτά για τον δρόμο. Καλό ταξίδι».
«Ουάου, τηγανίτες!» έκανε ο Ντιν με ίσως λίγο παραπάνω ενθουσιασμό απ’ ότι χρειαζόταν.
«Ντιν, είναι απλά τηγανίτες», μουρμούρισε ο Σαμ.
«Κάνε μου μια χάρη, Σάμμυ. Σκάσε.»
«Ευχαριστούμε πολύ, κυρία ΜακΚόι», έκανε ο Σαμ αγνοώντας τον Ντιν. «Για όλα».
«Μην το συζητάς».
Ο Μπόμπι μπήκε στο Φορντ. «Άντε να βγούμε στον δρόμο καμιά φορά».
Η κυρία ΜακΚόι τους αποχαιρέτησε και έφυγε, και ο Ντιν βλέποντάς την, είπε πως πάει στην Ιμπάλα, ώστε να αφήσει τον Σαμ και την Έιμι μόνους.
Ο Σαμ κοίταξε την Έιμι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Η Έιμι άρχισε να μιλάει πρώτη. «Σαμ, καταλαβαίνω καλύτερα από τον καθένα ότι η ζωή σου είναι περίπλοκη…»
Ο Σαμ είχε ακούσει αυτό το τροπάρι πολλές φορές κα είχε μάθει ότι δεν έπρεπε να αφήνει αυτό το πράγμα να τον ενοχλεί. Σε μια περίπτωση σαν αυτή, δεν ταίριαζε ένας τέτοιος αποχαιρετισμός.
Ο Σαμ αγκάλιασε την Έιμι. Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και χωρίς να πει κουβέντα, έσκυψε και πίεσε τα χείλη του απαλά πάνω στα δικά της.
Η Έιμι ανταποκρίθηκε αμέσως και ανακάτωσε με τα χέρια της τα μαλλιά του καθώς χαμογελούσε κάτω από το φιλί του. Ο Σαμ μετά από μερικά δευτερόλεπτα την άφησε και απομακρύνθηκε.
«Αντίο, Σαμ».
«Αντίο».
Ο Σαμ μπήκε στο αυτοκίνητο προσπαθώντας να το παίξει άνετος.
«Όλα καλά;» ρώτησε ο Ντιν.
«Αμέ».
«Α, παρεμπιπτόντως, Σάμμυ…» Ο Ντιν τεντώθηκε για να πιάσει κάτι από το πίσω κάθισμα. Κατάφερε να γραπώσει αυτό που ήθελε και το έφερε μπροστά.
Ο Σαμ κοίταξε το μικρό κουτί. «Ντιν…», έκανε καθώς το άνοιξε βιαστικά. Ένα ολοκαίνουριο Blackberry βρισκόταν μέσα, με την ζελατίνα πάνω στην οθόνη, συνοδευμένο από τα ακουστικά του και τον φορτιστή του, με τα καλώδια τακτοποιημένα και δεμένα με μικρά σύρματα. «Ρε, δεν ξέρω τι να πω…»
«Να δώσω ιδέες;» Ο Ντιν πήρε το αυτάρεσκο ύφος του. «Πες: Ευχαριστώ, Ντιν, είσαι ένας σούπερ μεγάλος αδερφός–» Ο Σαμ τον σκούντησε μαλακά με τον αγκώνα του στον ώμο.
«Έι!» έκανε ο Ντιν γελώντας. Ο Σαμ έβγαλε το κινητό από το κουτί και άρχισε να το επεξεργάζεται, ενώ ο Ντιν έχωσε μια κασέτα στο κασετόφωνο της Ιμπάλα.
«Big wheels keep on turning…»
«Ρε, Ντιν!»
«Σσστ! Singing songs about the Southland…»
Ο Σαμ γέλασε και αποφάσισε να μην αφήσει τον Ντιν να τραγουδήσει –διόρθωση: να γκαρίξει– μόνος του από πάνω. «I miss Alabama once again…»
Η Ιμπάλα απομακρύνθηκε, αφήνοντας πίσω της το Μοντγκόμερι να φαίνεται στον καθρέφτη, με τον Σαμ και τον Ντιν να τραγουδούν πάνω από το σόλο της κιθάρας.