Το επεισόδιο ξεκινά με τους Winchesters να δέχονται επίθεση από δαίμονες στη μέση του δρόμου και να τους σώζει μια παρέα κυνηγών. Δεν είναι «επαγγελματίες» σαν τον Sam και τον Dean, όμως. Είναι απλά οι κάτοικοι μιας μικρής κωμόπολης εκεί κοντά. Τα αγόρια, φυσικά, απορούν πως γίνεται απλοί, καθημερινοί άνθρωποι να γνωρίζουν τόσα πολλά για την Αποκάλυψη και για το πώς να σκοτώνουν δαίμονες. Η απάντηση έρχεται από τη Leah, την κόρη του τοπικού πάστορα που δηλώνει ότι επικοινωνεί με τους αγγέλους και δίνει στους συμπολίτες της οδηγίες, όχι μόνο για να επιβιώσουν, αλλά και για να εξασφαλίσουν μια θέση στον Παράδεισο.
Δεν νομίζω να εξέπληξε κανέναν θεατή η ανατροπή με τη Leah να μην είναι αληθινή Προφήτης του Κυρίου, αλλά η λεγόμενη «Πόρνη της Βαβυλώνας», μια δαιμονική οντότητα που έχει ως μοναδικό σκοπό να διαφθείρει όσο γίνεται περισσότερες ανθρώπινες ψυχές. Και τα κατάφερε πολύ καλά πριν την ξεκάνει ο Dean, επιβεβαιώνοντας ότι είναι ένας «αληθινός υπηρέτης του Παραδείσου». Παρόλο που δηλώνει ξανά και ξανά στον αδερφό του ότι δεν πρόκειται να πει το «ναι» στον Μιχαήλ, το υποσυνείδητό του τον προδίδει. Έτσι, το επεισόδιο κλείνει με τον Dean να φεύγει πριν προλάβει ο Sam να τον σταματήσει και να πηγαίνει να αποχαιρετήσει τη Lisa. Εκείνη αναγνωρίζει την αγωνία και το φόβο στο πρόσωπό του, και προσπαθεί να τον μεταπείσει, χωρίς καν να ξέρει τι είδους τρέλα έχει βάλει σκοπό να κάνει.
***
Στο σύνολό του, το επεισόδιο κινείται αργά, και για να είμαι ειλικρινής η κύρια πλοκή με την Πόρνη και το χωριό των θρησκόληπτων ηλιθίων, που καταδικάζουν τους ίδιους τους τους εαυτούς στην Κόλαση, δεν έχει και κάποιο μεγάλο ενδιαφέρον. Οι guest stars χτυπάνε υπερωρίες προσπαθώντας να κρατήσουν όρθιο το ασθμαίνον storyline. Ο Michael Shanks (του υπερδημοφιλούς Stargate SG-1 που είχε ολοκληρωθεί μόλις 3-4 χρόνια πιο πριν) είναι η πιο αναγνωρίσιμη φάτσα, αλλά ο ρόλος του είναι τόσο ανεξήγητα μικρός που δεν είναι καν αξιομνημόνευτος. Παρόλα αυτά, έχει την πιο κατά λάθος αστεία ατάκα του επεισοδίου, όταν λέει σχεδόν με υπεροψία στα αγόρια : «Λυπάμαι που σας το λέω, αλλά αυτοί ήταν δαίμονες και αυτή είναι η Αποκάλυψη.» Ναι, γατάκι, εξήγησε στους αδαείς τι είναι η Αποκάλυψη!
Οι ηθοποιοί που πραγματικά ξεχωρίζουν είναι η Kayla Mae Maloney ως Leah, της οποίας το γλυκό χαμόγελο μεταμορφώνεται σε ανατριχιαστικό μειδίαμα κάπου στα μισά του επεισοδίου, κι Larry Poindexter ως ο γενναίος Πατήρ Gideon, τραγική φιγούρα της ιστορίας, αφού έχασε τα πάντα μέσα σε λίγες μέρες.
Μετά τα αποθαρρυντικά νέα του προηγούμενου επεισοδίου, ότι ο Θεός δεν ενδιαφέρεται να τους βοηθήσει, τα αδέρφια έχουν μείνει μετέωρα και δεν ξέρουν πώς να πορευτούν στη συνέχεια. Ο Dean μπορεί να είναι πρόθυμος να παλέψει μέχρι τέλους, αλλά είναι πεπεισμένος ότι η μάχη είναι ήδη χαμένη. Ο Sam από τη μεριά του αρνείται να χάσει την ελπίδα του, και μου αρέσει που είναι αυτός που κρατάει ενωμένη την οικογένειά του. Αυτός ήταν πάντα ο ρόλος του Dean και είναι ενδιαφέρον να βλέπουμε τον Sam να τον αναλαμβάνει με τόση ζέση — ειδικά μετά το στραπάτσο στον Παράδεισο, όπου συνειδητοποίησε ότι όλες οι ευτυχισμένες του αναμνήσεις αντανακλούν στιγμές που δεν ήταν με την οικογένειά του.
Ο Castiel είναι ο χαρακτήρας που θα έλεγα ότι σηκώνει στις πλάτες του το επεισόδιο, βιώνοντας τη δική του ψυχολογική κατάρρευση. Ο Misha Collins ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην τραγικότητα του χαρακτήρα του, που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τη συνταρακτική αποκάλυψη ότι ο Πατέρας τους τους έχει εγκαταλείψει, και στην ιλαρότητα ενός μεθυσμένου αγγέλου που έχει κατεβάσει κυριολεκτικά μια ολόκληρη κάβα! Είναι ευθύς και επίπονα ειλικρινής, όπως πάντα, αλλά τώρα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται καν να προσπαθήσει για να μην γίνει προσβλητικός. Όταν αναρωτιούνται ποιός θα μπορούσε να θεωρηθεί ο «υπηρέτης του Παραδείσου» που θα μπορέσει να σκοτώσει τη δαιμόνισσα, απορρίπτει αμέσως τον εαυτό του και τον Dean, για ευνόητους λόγους . Τον Sam, όμως, τον στολίζει κανονικότατα, αποκαλώντας τον «βδέλυγμα». Στον Cas ανήκει και μια από τις πιο αστείες στιγμές του επεισοδίου: όταν γελάει μόνος του με ένα ενωχιανό αστείο που καταλαβαίνει μόνο ο ίδιος. Χωρίς καν να το ξέρει, πήρε το αίμα του πίσω για όλες εκείνες τις φορές που ο Dean πέταξε μια αναφορά στην ποπ-κουλτούρα που ο άγγελος δεν έπιασε!
Η τελική σκηνή ήταν από τις αγαπημένες μου κατά την πρώτη προβολή — την έχω μνημονεύσει σε παλιό άρθρο μου κι ως μια από τις πιο ρομαντικές στιγμές της σειράς, εξάλλου. Όμως, τώρα στην επανάληψη την είδα με άλλο μάτι και συνειδητοποίησα ότι τα συναισθήματα του Dean είναι πολύ πιο περίπλοκα από ότι νόμιζα, και ότι αυτή η -φαινομενικά ξεκάρφωτη- δήλωση αγάπης κρύβει, μάλλον, περισσότερα συμπλέγματα και λιγότερη αγάπη από πίσω της. Αν το δούμε επιφανειακά, ο Dean γυρνάει στη Lisa, μια ξεπέτα από το παρελθόν του (που είχε να συναντήσει από το The Kids are Alright της 3ης σεζόν) και της ρίχνει τη βόμβα ότι μόνο δίπλα σε εκείνη και το γιο της φαντάζεται τον εαυτό του ευτυχισμένο. Βαριά δήλωση, που σκάει -και στη Lisa και σε εμάς- σαν κεραυνός εν αιθρία. Θέλω να πιστεύω ότι δεν τον πήρε από τα μούτρα και να του πει «αγόρι μου, πας καλά, μόνο 10 μέρες με ξέρεις», όχι επειδή οι σεναριογράφοι δεν ξέρουν να γράφουν αληθινούς γυναικείους χαρακτήρες (γκουχ), αλλά επειδή τον είδε σε κατάσταση πλήρους απελπισίας. Η συζήτησή τους είναι φορτισμένη, με εκείνον να εκφράζει νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν είχαν, κι εκείνη να προσπαθεί να του συμπαρασταθεί με μισές πληροφορίες.
Η σεναριογράφος Julie Siege χρησιμοποιεί τη Lisa ως αφηγηματικό εργαλείο, ίσως ελλείψει κι άλλων γυναικείων χαρακτήρων στη σειρά που να πληρούν τα ίδια κριτήρια, και μας γυρνά πίσω στον ίδιο διακαή πόθο που είχε εκφράσει ο Dean στο εξαιρετικό What Is and What Should Never Be της 2ης σεζόν. Σε μια δεύτερη ανάγνωση της εν λόγω σκηνής, υπονοείται ότι ίσως δεν είναι καν η Lisa καθ’εαυτή αυτό που θέλει ο Dean — παρόλο που το όνειρό του στο Dream a Little Dream of Me μας είχε επιβεβαιώσει ότι κάτι υπάρχει στην καρδούλα του για εκείνη. Για τον Dean σε αυτή τη φάση, σημαντικότερος παράγοντας είναι αυτό που αντιπροσωπεύουν η Lisa κι ο Ben: η οικογενειακή γαλήνη που ποτέ δεν είχε (και τώρα ξέρει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει). Θεωρώ ότι θα ήταν ακόμη πιο συγκινητικό όλο αυτό, και πολύ πιο ουσιαστικό, αν οι σεναριογράφοι είχαν προσπαθήσει από πιο νωρίς να παρακάμψουν -με κάποιον τρόπο- την κρυψίνοια του Dean και να μας είχαν δείξει μέσα στα τελευταία δυο χρόνια ότι σκέφτεται ακόμη τη Lisa, κι ότι τρέφει για εκείνη συναισθήματα τόσο έντονα που την καθιστούν ιδανική για να εκπληρώσει τη φαντασίωσή του περί οικογενειακής θαλπωρής. Αλλά, στην τελική, αυτός είναι ο Dean μας: μόνο υπό τον κίνδυνο του επικείμενου θανάτου θα βγάλει από μέσα του μόνο λίγο από τον χείμαρρο των συναισθημάτων που τον κατακλύζουν και αυτή η σκηνή σκιαγραφεί τέλεια τις δυο αντικρουόμενες όψεις της προσωπικότητάς του!