[Disclaimer: Η παρακάτω κριτική γράφτηκε στα πλαίσια rewatch της σειράς από την αρχή και περιέχει μικρά spoilers για τη συνέχεια.]
Ο μυστηριώδης θάνατος μιας γυναίκας μέσα στο κλειδωμένο διαμέρισμά της, στέλνει τους Winchesters στο Σικάγο, όπου συναντούν «τυχαία» σε ένα μπαρ την Meg. Ο Sam, ενώ όταν την είχε πρωτογνωρίσει στο Scarecrow πέταγε χαρταετό και δεν την είχε ψυλλιαστεί καθόλου, τώρα συνειδητοποιεί πόσο ύποπτες είναι οι συνεχείς συναντήσεις τους. Αποφασίζει να την ακολουθήσει και ανακαλύπτει πως έχει ένα βωμό σε μια εγκαταλειμένη αποθήκη και επικοινωνεί με κάποιον απομακρυσμένα, χρησιμοποιώντας ένα κύπελλο με αίμα.
Εν τω μεταξύ, ο Dean, με τη βοήθεια του κυνηγού Caleb (κρατήστε το όνομά του, θα το χρειαστούμε το επεισόδιο 21) ταυτοποιεί ένα σύμβολο που βρήκαν στον τόπο του εγκλήματος και βρίσκει ότι έχουν να κάνουν με ένα είδος αρχαίου δαίμονα, ονόματι Ντέβα. Ανακαλύπτει, επίσης, ότι και η γυναίκα που βρέθηκε τώρα νεκρή, κι ένας άλλος άνδρας που είχε πεθάνει με παρόμοιο τρόπο πριν λίγες μέρες, είχαν καταγωγή από το Lawrence της Kansas, όπως οι Winchesters. Αυτό υποδεικνύει ότι ο δαίμονας που σκότωσε τη μητέρα τους βρίσκεται πίσω από αυτήν την υπόθεση, και η Meg τον βοηθάει. Παρόλο που όλη η φάση μυρίζει παγίδα από μακριά, ο Sam κι ο Dean ετοιμάζονται για μάχη. Ενόσω ο Sam πηγαίνει στην Impala να μαζέψει ό,τι όπλο έχουν και δεν έχουν, ο Dean τηλεφωνεί στον John για να ζητήσει βοήθεια.
Τα αγόρια φτάνουν στην εγκαταλειμμένη αποθήκη, όπου η Meg βάσει τα Ντέβα να τους επιτεθούν. Καθώς τα πλάσματα αυτά δεν έχουν υλική υπόσταση, επιτίθενται ως σκιές (εξ ου κι ο τίτλος του επεισοδίου), και κόβουν κυριολεκτικά τους κώλους των δυο αδερφιών (συγχωρείστε τα γαλλικά μου). Ο Sam κι ο Dean ξυπνούν αιχμάλωτοι της Meg, η οποία τους αποκαλύπτει ότι αυτοί είναι απλά τα δολώματα. Αυτός που πραγματικά θέλουν εκείνη κι ο αφέντης της, είναι ο John Winchester!
Μετά από λίγα λεπτά επώδυνα αηδιαστικού χαριεντίσματος της Meg με τον Sam, τα αγόρια της τη φέρνουν κι ελευθερώνονται. Ο Sam καταστρέφει το βωμό, και η Meg χάνει τον έλεγχο των Ντέβα κι εκείνη στρέφονται αμέσως εναντίον της, εκσφενδονίζοντάς την από τον δεύτερο όροφο στο δρόμο. Τα αδέρφια, θεωρώντας ότι ξεμπέρδεψαν με αυτήν, γυρνούν στο ξενοδοχείο τους, όπου τους περιμένει ο John! (Άντε ντε, μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!)
Πριν προλάβουν να ανταλλάξουν δυο κουβέντες, τα Ντέβα επιτίθενται ξανά και εστιάζουν στον John με όλο τους το μένος. Ο Sam καταφέρνει να τα αποδυναμώσει με μια φωτοβολίδα κι έτσι φεύγουν οι 3 τους κακήν κακώς από το δωμάτιο. Στο σοκάκι πίσω από το ξενοδοχείο χωρίζουν και πάλι οι δρόμοι τους, καθώς ο John χρειάζεται να εξαφανιστεί πριν τον εντοπίσουν πάλι οι δαίμονες. Δεν ξέρουν, όμως, ότι οι δαίμονες τον έχουν ήδη εντοπίσει, αφού μέσα από τα σκοτάδια τους παρακολουθεί ολοζώντανη η Meg!
Δεκαέξι ολόκληρα επεισόδια κάναμε να δούμε τους τρεις Winchesters μαζί και αυτό διήρκησε λιγότερο από 5 λεπτά! Σε γενικές γραμμές το επεισόδιο δεν ήταν κακό, το χτίσιμο της Meg ως ικανότατης villain ήταν πολύ καλό. Και τα Ντέβα ήταν πολύ τρομακτικά, και βοήθησε αρκετά η σκηνοθεσία σε αυτό, κάνοντας ωραίο παιχνίδι με τις σκιές. Αυτό που με χάλασε στο επεισόδιο ήταν η αφέλεια των Winchesters (σεναριακή αδυναμία ή απόδειξη ότι είναι ακόμη άπειροι για να κυνηγούν μόνοι τους; ) και η σαθρή δικαιολογία στο τέλος για να φύγει και πάλι ο John. Τι πάει να πει είναι ευάλωτος όταν μαζί τους; Δηλαδή, όταν είναι μακριά δεν είναι ευάλωτος; Κι αν οι δαίμονες τους ξαναχρησιμοποιήσουν ως δόλωμα, όπως συνέβη τώρα, τι γίνεται; Δεν θα τρέξει ο John να τους σώσει; Δεν βγάζει καθόλου νόημα αυτό. Κατανοώ ότι ήταν πρακτικοί οι λόγοι που έπρεπε να γίνει έτσι, γιατί δεν μπορούσαν να έχουν τον Jeffrey Dean Morgan σε κάθε επεισόδιο (εδώ μετά βίας τον είδαμε 10 λεπτά συνολικά από τον πιλότο μέχρι εδώ), αλλά αυτή η επεξήγηση που έδωσαν ήταν παιδαριώδης. Ήθελα κάτι πιο ουσιώδες και λιγότερο βιαστικό. Παρόλα αυτά, μου έκανε εντύπωση που ήταν ο Dean αυτός που το πρότεινε, ενώ γνωρίζουμε πόσο προσκολλημένος είναι στον πατέρα του. Αντίθετα, ο Sam ήταν αυτός που ήθελε τον John να παραμείνει μαζί τους. Αυτό ήρθε σε πλήρη αντιπαράθεση με τον διάλογο που είχαν λίγο πιο πριν τα αδέρφια μεταξύ τους:
Dean: Εσύ, εγώ κι ο Μπαμπάς… Θέλω να είμαστε ξανά μαζί. Θέλω να είμαστε οικογένεια ξανά.
Sam: Dean, είμαστε οικογένεια. Θα έκανα τα πάντα για’σένα. Αλλά τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν όπως ήταν πριν.
Στο τέλος, ο Dean καταλαβαίνει και αποδέχεται ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει, και αυτό που θέλει δεν είναι αυτό που χρειάζονται αυτή τη στιγμή. Αυτό που χρειάζονται τώρα είναι να προστατευτούν, κι αυτό (έτσι όπως το βλέπει εκείνος έστω) είναι να μείνουν χωριστά. Ο Sam, όμως, έχει πολλά ανείπωτα συναισθήματα μέσα του και δεν μπορεί να δεχτεί ότι και πάλι δεν θα έχει την ευκαιρία να τα εξωτερικέψει. Ίσως ο Sam είναι και λίγο σαν κι εμένα, δεν βρίσκει λογική σε αυτή την κίνηση να είναι ο John μακριά. Και τα λόγια του πατέρα του στο τέλος που προοικονομούν έναν πόλεμο που τώρα ξεκινά, στον οποίο ο Sam θα λάβει μέρος, θέλει δεν θέλει, δεν του προσφέρουν καμία παρηγοριά και καμία ασφάλεια…